ΜΙΛΙΤΑΡΙΣΜΌΣ Ή ΜΠΌΤΑ
H μαύρη Πολιτεία βουβή και σαν συλλογισμένη,
την ευτυχία που διάβηκε λες μάταια να γυρεύει.
Κάποια μορφή, σα φάντασμα, μέσ’ στο χακί διαβαίνει,
κάποι' αστραπή φειδογλυστρά, μέσ’ στης καρδιάς τα ερέβη.
Και στις πλατείες τις βουβές και στα βουβά καντούνια
Ντραν, ντραν, κρατούνε τα σπιρούνια…
Μέσ΄ στις ψυχές αντιλαλούν του μακελειού οι ανέμοι,
θυμιέται η γριά το γιόκα της στο ερημικό της σπίτι,
σφίγγει η μανούλα το μικρό στην αγκαλιά και τρέμει
κι ένας διαβάτης τραγουδεί το «Γιο του Ψηλορείτη»
Και στις πλατείες τις βουβές και στα βουβά καντούνια
Ντραν ντραν, κρατούνε τα σπιρούνια…
Σφίγγει η καρδιά το δάκρυ της κι αναγυρνά απ’ τον τρόμο.
Πηχτό σκοτάδι στην ψυχή, κι η μπότα φοβερίζει
Κάποιος αργάτις βλαστημά με κυρτωμένο ώμο
Κι ενός σκυλιού η βραχνή φωνή σαν κάπου να γαυγίζει….
Και στις πλατείες τις βουβές και στα βουβά καντούνια
Ντραν, ντραν, κρατούνε τα σπιρούνια….
H μαύρη Πολιτεία βουβή και σαν συλλογισμένη,
την ευτυχία που διάβηκε λες μάταια να γυρεύει.
Κάποια μορφή, σα φάντασμα, μέσ’ στο χακί διαβαίνει,
κάποι' αστραπή φειδογλυστρά, μέσ’ στης καρδιάς τα ερέβη.
Και στις πλατείες τις βουβές και στα βουβά καντούνια
Ντραν, ντραν, κρατούνε τα σπιρούνια…
Μέσ΄ στις ψυχές αντιλαλούν του μακελειού οι ανέμοι,
θυμιέται η γριά το γιόκα της στο ερημικό της σπίτι,
σφίγγει η μανούλα το μικρό στην αγκαλιά και τρέμει
κι ένας διαβάτης τραγουδεί το «Γιο του Ψηλορείτη»
Και στις πλατείες τις βουβές και στα βουβά καντούνια
Ντραν ντραν, κρατούνε τα σπιρούνια…
Σφίγγει η καρδιά το δάκρυ της κι αναγυρνά απ’ τον τρόμο.
Πηχτό σκοτάδι στην ψυχή, κι η μπότα φοβερίζει
Κάποιος αργάτις βλαστημά με κυρτωμένο ώμο
Κι ενός σκυλιού η βραχνή φωνή σαν κάπου να γαυγίζει….
Και στις πλατείες τις βουβές και στα βουβά καντούνια
Ντραν, ντραν, κρατούνε τα σπιρούνια….
×