Leonard Cohen: The Stranger Song
GLI EXTRA DELLE CCG / AWS EXTRAS / LES EXTRAS DES CCGVersione di Rocco Rosignoli – Musica Straniera. Le canzoni d... | |
ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΞΕΝΟΥ Σίγουρα, όλοι οι άντρες που τους γνώρισες ήταν παίχτες που λέγανε ότι θα τελείωναν να παίζουν καθε φορά που τους έδινες καταφύγιο. Τον γνωρίζω αυτόν τον τύπο ανθρώπων, δύσκολο να κρατάεις τα χέρια κάποιου που τα σηκώνει ψηλά μόνο για να παραδωθεί, που τα σηκώνει ψηλά μόνο για να παραδωθεί. Μετά, μαζεύοντας όλα τα μπαλαντέρ που ξέχασε βλέπεις πως δε σου άφησε πολύ, ούτ'ένα γέλιο. Καθότι καλός παίχτης ζητούσε ένα χαρτί τόσο ψηλό ώστ' είναι καλό γιά κάθε παίξιμο, ώστε να μη πρέπει να μην παίξεις άλλο ποτέ πια· ήταν μόνο άλλος Ιωσήφ που 'ψαχνε μια φάτνη, ήταν μόνι άλλος Ιωσήφ που 'ψαχνε μια φάτνη. Κι έπειτα, ξεπροβάλλοντας στο περβάζι σου θα σου πει μια μέρα πως τον έχεις αδυνατίσει με την αγάπη σου, τη θέρμη σου, το καταφύγιο. Και θα τραβήξει από το πορτοφόλι του ένα παλιό σιδηροδρομικό ωράριο και θα σου πει· σου το είπα αυτό όταν ήρθα πως είμαι ξένος, σου το είπα αυτό όταν ήρθα πως είμαι ξένος. Μα τώρα φαίνεται ότι αλλος ξένος θέλει να αγνοείς τα όνειρα του σαν να έφερε το βάρος κάποιου άλλου. Τον έχεις δει κιόλας, αυτόν τον άντρα που μοίραζε τα χαρτιά με το χρυσό του μπράτσο τώρα σκουριασμένο από τ'αγκώνα ως τα δάχτυλα, θέλει ν'αλλάξει το χέρι του με καταφύγιο, θέλει ν'αλλάξει το χέρι του με καταφύγιο. Και μισάς να δεις άλλον κουρασμένον άντρα που βάζει κάτω τα χαρτιά του σαν να παρατήσει το ιερό παιχνίδι του πόκερ. Κι όταν λέει στ'όνειρά του να πάν' να κοιμηθούνε βλέπεις πως υπάρχει μιας λογής αυτοκινητόδρομος που ξετυλίγεται σαν καπνός πάνω στον ώμο του κι έξαφνα αισθάνεσαι λίγο γερασμένη. Και του λέεις ας μπει και ας καθίσει μα υπάρχει κάτι που σε κάνει να γυρίσεις, η πόρτα είναι ανοιχτή, δε μπορείς να κλείσεις το καταφύγιο. Τότε δοκιμάζεις με το πόμολο της είσοδου, και ανοίγει, μη φοβάσαι, κι είσαι συ, αγάπη μου, που 'σαι η ξένη, κι είσαι συ, αγάπη μου, που 'σαι η ξένη. Καλά, σε περίμενα, ήταν σίγουρος ότι θα συναντιόμαστε μες στα τρένα που τα περιμέναμε, θαρρώ πως είναι καιρός ν'ανέβουμε σ'ένα άλλο. Κατάλαβες, δεν έχω κατάσχει ποτέ κανένα μυστικό χάρτη για να μπω στην καρδιά των πραγμάτων· κι όταν μιλάει έτσι, δε ξέρεις τι ζητάει, κι αδιαφορείς ο,τι ζητάει. Ας συναντηθούμε αύριο, αν θέλεις στο περιγιάλι, κάτω απ'τη γέφυρα που τη χτίζουν πάνω σε κάποιον άπειρο ποταμό. 'Υστερα αφήνει την τροχιά για τη θέρμη ενός βαγκόν-λι και κατάλαβες πως διαφημίζει μόνο άλλο καταφύγιο, και κατάλαβες πως δεν είχε υπάρξει ξένος ποτέ, λαι λέεις, Εντάξει, στη γέφυρα ή άλλοτε, ύστερα. Και ξεπροβάλλοντας στο περβάζι σου θα σου πει μια μέρα πως τον έχεις αδυνατίσει με την αγάπη σου, τη θέρμη σου, το καταφύγιο. Και θα τραβήξει από το πορτοφόλι του ένα παλιό σιδηροδρομικό ωράριο και θα σου πει· σου το είπα αυτό όταν ήρθα πως είμαι ξένος, σου το είπα αυτό όταν ήρθα πως είμαι ξένος. | CANZONE DELLO STRANIERO È vero che ogni uomo che hai amato è stato un baro che diceva di aver chiuso ormai col gioco, conosco il tipo d'uomo, è dura stringere la mano di chi l'alza al cielo supplicando invano, di chi l'alza al cielo supplicando invano. Poi raccoglierai le carte che il tuo baro lascia dietro e troverai ben poco, neanche le risate. Come ogni giocatore aspettava la partita con cui chiudi il gioco già alla prima mano, come un san Giuseppe in cerca di riparo, come un san Giuseppe in cerca di riparo. E poi, fumando sporto al davanzale ti dirà che hai fatto male un giorno a offrirgli il tuo riparo, e guardando un foglio spiegazzato sceglierà il suo treno, ricordandoti che è solo uno straniero. Te l'ho detto, sono solo uno straniero. Ma ecco uno straniero bussa alla tua porta e lascia i sogni sulla soglia a far da carta morta. Hai visto la sua mano dar le carte, e il braccio d'oro che ora è ruggine dal gomito al suo palmo. E rinuncia al gioco pur di restar calmo, vuole rinunciare al gioco per star calmo. Ti fa schifo un altro uomo stanco che alza il braccio bianco, rinunciando a un'altra mano al sacro gioco. Ma mentre lascia il sacco dei suoi sogni sulla soglia vedi illuminargli il volto un nuovo fuoco, e i tuoi anni verdi in fiamme un altro poco. E gli dici “vieni, siediti,” ma poi, girandoti, la porta resta aperta, e pure il tuo riparo. Il fuoco sul suo volto resta acceso, non aver timore, qui l'intruso è solo il vostro amore. Lo straniero è proprio il vostro amore. Ho atteso, ero convinto che un bel giorno avrei incontrato te fra i treni che ora aspetto, e non ci spero. Ti prego di capirmi, non ho mai saputo dove sia il binario per il cuore del mistero. Lo dice, e tu non sai se sia sincero. Te lo dice, e tu non sai se sia sincero. T'incontrerò domani se vorrai tra spiagge e ponti sulle rive di quel fiume senza fine. Poi dal binario va al vagone letto e tu capisci che era solo un uomo in cerca di un riparo, e t'accorgi che non era uno straniero. E alla spiaggia un giorno aspetterà davvero. Poi raccoglierai le carte che il tuo baro lascia dietro e troverai ben poco, neanche le risate. Come ogni giocatore aspettava la partita con cui chiudi il gioco già alla prima mano, come un san Giuseppe in cerca di riparo, come un san Giuseppe in cerca di riparo. E poi, fumando sporto al davanzale ti dirà che hai fatto male un giorno a offrirgli il tuo riparo, e guardando un foglio spiegazzato sceglierà il suo treno, ricordandoti che è solo uno straniero. Te l'ho detto, sono solo uno straniero. |