Αρκαδία VII - Ο Επιζών
Mikis Theodorakis / Mίκης ΘεοδωράκηςOriginale | Gian Piero Testa |
ΑΡΚΑΔΊΑ VII - Ο ΕΠΙΖΏΝ Μίκη Θεοδωράκη ΑΡΚΑΔΙΑ VII - O EPIZΩΝ Στίχοι Τάκη Σινοπόυλου Ω! που είναι, ω! Σε ποια κατηφοριά με το κεφάλι στ' ανοιχτά σαγόνια του ήλιου, μέ χέρια καί μέ πόδια φαγωμένα απó τη λύσσα του ήλιου. Ω! που είναι, ω! τα παιδιά μου τά πανύψηλα, ο πατέρας μου ο άσπρος κι ό πανύψηλος. Κι η μάνα μου που είναι άσπρη και πανύψηλη. Ω! που είναι, ω! Σέ ποια κατηφοριά με το κεφάλι στ' άνοιχτά σαγόνια του ήλιου. Κι εγώ που είμαι, σε ποια χώρα, σε ποια γή, πάνω απ' τη γη σε ποια βουνά που καίνε, το μάτι ακοίμητο παραμονεύοντας μες απ' τα ξερολίθαρα. Ακούγοντας τα βήματα και το μουρμούρισμα, ακούγοντας το μουρμούρισμα και την προσταγή ακούγοντας το πείσμα και την έπαρση τη μεταμέλεια ακούγοντας και την άλλη φωνή πιο ήσυχη, πιο σίγουρη. Ω! που είναι, ω! Θρύψαλα από γυαλί σκορπισμένα σε τούτα ή σε κείνα τα βουνά. Κουρέλια και χαρτιά σαπίζοντας σε τούτα ή σε κείνα τά βουνά. Άσπροι πανύψηλοι, φωνάζοντας χωρίς φωνή κι εγώ που είμαι, κι εγώ που είμαι, ω! Παραμερίζοντας ένα δάσος αράχνες ξεφεύγοντας ολοένα γυρίζοντας σ' ένα δάσος με τύμπανα, επιμένοντας η φωνή μου ν' ακουστεί σε τούτες τις εποχές χτυπώντας και χτυπώντας πόρτες, παράθυρα που κλείσανε τούτες τίς έποχές με πρόσωπο ερευνητικό αναγγέλλοντας τη νύχτα που υπάρχει μέσα στη νύχτα καθώς υπάρχει ο σπόρος μες στη γη, η χόβολη στο κάρβουνο καθώς υπάρχει ο φόβος κι ο καημός μες στη φωνή του ανθρώπου. | Mikis Theodorakis ARCADIA VII - IL SOPRAVVISSUTO Versi di Takis Sinopoulos Oh! dove sono, oh! In quale discesa con la testa tra le mandibole aperte del sole con mani e piedi consunti dalla rabbia del sole. Oh! dove sono, oh! i miei figli giganteschi mio padre canuto e gigantesco. E mia madre che è canuta e gigantesca. Oh! dove sono, oh! In quale discesa con la testa tra le mandibole aperte del sole. E anch'io dove sono in quale paese, in quale terra, sopra la terra su quali monti in fiamme l'occhio insonne appostato tra le rocce riarse. Acoltando i passi e il sussurro ascoltando il sussurro e il comando ascoltando l'ostinazione e l'arroganza ascoltando il pentimento e l'altra voce più quieta, più sicura. Oh! dove sono, oh! frammenti di vetro sparpagliati su questi o quei monti. Stracci e carte marcescenti su questi o quei monti. Canuti giganteschi che gridano senza voce e anch'io dove sono e anch'io dove sono, oh! a rimuovere un bosco di ragni a sfuggire senza posa ritornando con tamburi in un bosco, ostinandomi a far che sia udita la mia voce in tutte le stagioni bussando e bussando a porte finestre che si sono serrate in queste stagioni con una faccia da esploratore a annunciare la notte che c'è dentro la notte mentre c'è il seme nella terra, la cenere nel carbone mentre c'è la paura e il dolore nella voce dell'uomo. |