Language   

Ρωμιοσύνη

Mikis Theodorakis / Mίκης Θεοδωράκης
Back to the song page with all the versions


OriginalIl ciclo di canzoni tradotto in lingua spagnola da Juan Ruiz...
ΡΩΜΙΟΣΎΝΗ

ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ


1. Αυτά τα δέντρα


Aυτά τα δέντρα δε βολεύονται με λιγότερο ουρανό,
αυτές οι πέτρες δε βολεύονται κάτου απ' τα ξένα βήματα,
αυτά τα πρόσωπα δε βολεύονται παρά μόνο στον ήλιο,
αυτές οι καρδιές δε βολεύονται παρά μόνο στο δίκιο.

Eτούτο το τοπίο είναι σκληρό σαν τη σιωπή,
σφίγγει στον κόρφο του τα πυρωμένα του λιθάρια,
σφίγγει στο φως τις ορφανές ελιές του και τ' αμπέλια του.
Δεν υπάρχει νερό. Mονάχα φως.

O δρόμος χάνεται στο φως
κι ο ίσκιος της μάντρας είναι σίδερο.

2. Όλοι διψάνε


Όλοι διψάνε χρόνια τώρα. Όλοι πεινάνε.
Τα μάτια τους είναι κόκκινα απ' την αγρύπνια.
Μια βαθιά χαρακιά σφηνωμένη ανάμεσα στα φρύδια τους
σαν ένα κυπαρίσσι ανάμεσα σε δυο βουνά το λιόγερμα.

Το χέρι τους είναι κολλημένο στο ντουφέκι,
το ντουφέκι είναι συνέχεια του χεριού τους,
το χέρι τους είναι συνέχεια της ψυχής τους.
Κι έχουν στα χείλη τους επάνω το θυμό
κι έχουνε τον καημό βαθιά - βαθιά στα μάτια τους
σαν ένα αστέρι σε μια γούβα αλάτι.

3. Όταν σφίγγουν το χέρι


Όταν σφίγγουν το χέρι
ο ήλιος είναι βέβαιος για τον κόσμο

Όταν χαμογελάνε
ένα μικρό χελιδόνι
φεύγει μέσα απ' τ' άγρια γένια τους

Όταν σκοτώνονται, όταν σκοτώνονται
η ζωή τραβάει την ανηφόρα
με σημαίες, με σημαίες
με σημαίες και με ταμπούρλα

Η ζωή τραβάει την ανηφόρα
με σημαίες, με σημαίες
με σημαίες και με ταμπούρλα

Όταν σκοτώνονται, όταν σκοτώνονται
η ζωή τραβάει την ανηφόρα
με σημαίες, με σημαίες
με σημαίες και με ταμπούρλα

4. Τόσα χρόνια


Tόσα χρόνια όλοι πεινάνε,
όλοι διψάνε, όλοι σκοτώνονται
πολιορκημένοι από στεριά και θάλασσα,
έφαγε η κάψα τα χωράφια τους
η αρμύρα πότισε τα σπίτια τους
από τις τρύπες του πανωφοριού τους
μπαινοβγαίνει ο θάνατος

πολιορκημένοι από στεριά και θάλασσα,
έφαγε η κάψα τα χωράφια τους
η αρμύρα πότισε τα σπίτια τους
από τις τρύπες του πανωφοριού τους
μπαινοβγαίνει ο θάνατος

Πάνoυ στα καραούλια πετρώσαν
βιγλίζοντας το μανιασμένο πέλαγο όπου βούλιαξε
το σπασμένο κατάρτι του φεγγαριού.

Tο ψωμί σώθηκε, τα βόλια σώθηκαν,
τώρα γεμίζουν τα κανόνια τους
τώρα γεμίζουν μόνο με την καρδιά τους.

5. Μπήκαν στα σίδερα


Mπήκαν στα σίδερα και στη φωτιά,
κουβέντιασαν με τα λιθάρια,
κεράσανε ρακί το θάνατο
στο καύκαλο του παππουλή τους

στ' Aλώνια τα ίδια αντάμωσαν το Διγενή
και στρώθηκαν στο δείπνο
κόβοντας τον καημό στα δυο
έτσι που κόβανε στο γόνατο
το κριθαρένιο τους καρβέλι

Τοιχογραφία του ζωγράφου της Ρωμιοσύνης, Θεόφιλου Χατζημιχαήλ (1870-1934).
Τοιχογραφία του ζωγράφου της Ρωμιοσύνης, Θεόφιλου Χατζημιχαήλ (1870-1934).


6. Δέντρο το δέντρο


Δέντρο το δέντρο,
πέτρα την πέτρα πέρασαν τον κόσμο,
μ' αγκάθια προσκεφάλι πέρασαν τον ύπνο.
Φέρναν τη ζωή
στα δυο στεγνά τους χέρια σαν ποτάμι.

Σε κάθε βήμα κέρδιζαν μια οργιά ουρανό
για να τον δώσουν.

κι όταν χορεύαν στην πλατεία,
μέσα στα σπίτια τρέμαν τα ταβάνια
και κουδούνιζαν τα γυαλικά στα ράφια

Φέρναν τη ζωή
στα δυο στεγνά τους χέρια σαν ποτάμι.

7. Ποιος να το πει


Και τώρα πώς κλειδώσανε
την πόρτα τους τ' αμπέλια μας
Πώς λίγνεψε το φως
πάνω στις στέγες και στα δέντρα.

Ποιος να το πει
πως βρίσκονται οι μισοί
κάτο απ' το χώμα
κ' οι άλλοι μισοί, κ' οι άλλοι μισοί
για άλλοι μισοί στα σίδερα

8. Θα σημάνουν οι καμπάνες


Με τόσα φύλλα σου γνέφει ο ήλιος καλημέρα
με τόσα φλάμπουρα λάμπει, λάμπει ο ουρανός
και τούτοι μέσ' τα σίδερα και κείνοι μεσ' το χώμα.

Σώπα όπου να 'ναι θα σημάνουν οι καμπάνες.

Αυτό το χώμα είναι δικό τους και δικό μας.

Κάτω απ' το χώμα μες στα σταυρωμένα χέρια τους
κρατάνε τις καμπάνας το σχοινί,
προσμένουνε την ώρα, προσμένουν να σημάνουν την ανάσταση
τούτο το χώμα είναι δικό τους και δικό μας
δεν μπορεί κανείς να μας το πάρει

Σώπα όπου να 'ναι θα σημάνουν οι καμπάνες

9. Τραβήξανε ψηλά


Τραβήξανε ψηλά πολύ ψηλά
Δύσκολο και να χαμηλώσουνε
Δύσκολο και να πουν το μπόι τους

Μέσα στ' αλώνια που δειπνήσαν
μια βραδιά τα παλικάρια
Μένουνε τα λιοκούκουτσα
και το αίμα το ξερό του φεγγαριού
Κι ο δεκαπεντασύλλαβος απ' τ' άρματά τους.

Μένουν τα κυπαρίσσια μένουν τα κυπαρίσσια
μένουν τα κυπαρίσσια κι ο δαφνώνας.
ΡΩΜΙΟΣΎΝΗ

ΡΩΜΙΟΣΥΝH
HELENISMO



1. Estos árboles


Estos árboles no soportan un cielo más pequeño,
estas piedras no soportan las pisadas extranjeras,
estos rostros no soportan más que el sol,
estos corazones no soportan más que la justicia.

Paisaje duro como el silencio.
Agrieta en su pecho sus peñas abrasadas,
aprieta contra su luz sus olivos y sus viñas huérfanas.
No hay agua. Sólo luz.
El camino se pierde en la luz y la sombra de la tapia es de hierro.

2. Todos tienen sed


Hace tantos años que todos tienen sed, que todos tienen hambre.
Sus ojos están enrojecidos por la falta de sueño.
La profunda arruga encajada entre sus cejas
es como un ciprés entre dos montes, a la puesta del sol.
Sus manos están pegadas al fusil,
el fusil es prolongación de sus brazos,
sus brazos son prolongación de su alma.

Tienen la ira en los labios,
tienen la pena en el fondo de sus ojos
como una estrella incrustada en sal.

3. Cuando se estrechan las manos


Cuando se estrechan las manos, el sol luce para todos,
cuando sonríen, una golondrina escapa de sus barbas salvajes,
cuando les matan, la vida sigue arriba, con banderas y tambores.

4. Hace tantos años


Hace tantos años que todos pasan hambre, que todos tienen sed, que les matan
acorralados entre tierra y mar.
Sus huertos, quemados por la sequía, sus casas invadidas por el salitre.
Por los agujeros de sus capotes entra y sale la muerte.

En sus puestos de guardia, se convirtieron en piedra, vigilando
el mar embravecido, donde se hundió
el mástil quebrado de la luna.

Se acabó el pan, las municiones se acabaron.
Ahora cargan sus armas sólo con sus corazones.

5. Entraron en el fuego de la batalla


Entraron en el fuego de la batalla, hablaron con las peñas,
en el cráneo de su abuelo ofrecieron rakí a la Muerte,
en las parvas de siempre se encontraron con Diyenis, y se dispusieron a cenar,
partiendo en dos las penas, como partían en la rodilla sus hogazas.

Fresco del pintor del Helenismo, Theofilos Jatzimijail (1870-1934).
Fresco del pintor del Helenismo, Theofilos Jatzimijail (1870-1934).


6. Árbol a árbol


Árbol a árbol, piedra a piedra atravesaron el mundo,
con almohada de espinas atravesaron el sueño.
Llevaban la vida como un río en sus manos secas.

En cada paso ganaban un poco de cielo para regalarlo.
Y cuando bailaban en la plaza,
temblaban los techos dentro de las casas
y las vajillas tintineaban en los anaqueles.

7. ¿Cómo es que?


Dime, ¿por qué cerraron nuestras viñas sus puertas,
por qué se debilitó la luz sobre los tejados y los árboles?
¿Cómo es que la mitad de ellos está bajo tierra
y la otra mitad entre rejas?

8. Sonarán las campanas


¡Con tantas hojas con que el sol te dice 'buenos días',
con tantos resplandores como luce el cielo,
y que unos estén entre rejas y otros bajo tierra!

Calla, donde están sonarán las campanas.
Esta tierra es suya y nuestra.

Bajo tierra,
en sus brazos cruzados
sostienen la cuerda de la campana
esperando el momento justo,
esperando para tocar a resurrección.

Esta tierra es suya y nuestra.
Nadie nos la puede arrebatar.

Calla, donde están sonarán las campanas.
Esta tierra es suya y nuestra.

9. Se fueron arriba


Se fueron arriba, muy arriba.
Ya es difícil que bajen.
Ya es difícil calcular su estatura.

En las parvas donde los héroes cenaron una noche
quedan los huesos de las aceitunas
y la sangre seca de la luna
y el alejandrino de sus armas.

Quedan los cipreses y el bosque de laureles.


Back to the song page with all the versions

Main Page

Note for non-Italian users: Sorry, though the interface of this website is translated into English, most commentaries and biographies are in Italian and/or in other languages like French, German, Spanish, Russian etc.




hosted by inventati.org