Lingua   

Επιφάνια Αβέρωφ

Mikis Theodorakis / Mίκης Θεοδωράκης
Pagina della canzone con tutte le versioni


OriginaleTraduzzioni siciliana / Σικελική μετάφραση / Traduzione sicil...
ΕΠΙΦΆΝΙΑ ΑΒΈΡΩΦ

Τ’ ανθισμένο πέλαγο και τα βουνά στη χάση του φεγγαριού
η μεγάλη πέτρα κοντά στις αραποσυκιές και τ’ ασφοδίλια
το σταμνί που δεν ήθελε να στερέψει στο τέλος της μέρας
και το κλειστό κρεβάτι κοντά στα κυπαρίσσια και τα μαλλιά σου
χρυσά τ’ άστρα του Κύκνου κι εκείνο τ’ άστρο ο Αλδεβαράν

Κράτησα τη ζωή μου
κράτησα τη ζωή μου ταξιδεύοντας
ανάμεσα σε κίτρινα δέντρα κατά το πλάγιασμα της βροχής
σε σιωπηλές πλαγιές φορτωμένες με τα φύλλα της οξιάς
καμιά φωτιά στη κορυφή του βραδιάζει

Κράτησα τη ζωή μου στ’ αριστερό σου χέρι μια γραμμή
μια χαρακιά στο γόνατό σου
τάχα να υπάρχουν στην άμμο του περασμένου καλοκαιριού
τάχα να μένουν εκεί που φύσεξε ο βοριάς καθώς ακούω
γύρω στην παγωμένη λίμνη την ξένη φωνή

Τα πρόσωπα που βλέπω δε ρωτούν μήτε η γυναίκα
περπατώντας σκυφτή βυζαίνοντας το παιδί της

Ανεβαίνω τα βουνά μελανιασμένες λαγκαδιές
ο χιονισμένος κάμπος, ως πέρα ο χιονισμένος κάμπος τίποτε δε ρωτούν
μήτε ο καιρός κλειστός σε βουβά ερμοκλήσια
μήτε τα χέρια που απλώνουνται για να γυρέψουν, κι οι δρόμοι

Κράτησα τη ζωή μου ψιθυριστά μέσα στην απέραντη σιωπή
δεν ξέρω πια να μιλήσω μήτε να συλλογιστώ
ψίθυροι σαν την ανάσα του κυπαρισσιού τη νύχτα εκείνη
σαν την ανθρώπινη φωνή της νυχτερινής θάλασσας στα χαλίκια σαν
την ανάμνηση της φωνή σου λέγοντας "ευτυχία"

Κλείνω τα μάτια γυρεύοντας το μυστικό συναπάντημα των νερών
κάτω απ’ τον πάγο το χαμογέλιο της θάλασσας τα κλειστά πηγάδια
ψηλαφώντας με τις δικές μου φλέβες τις φλέβες εκείνες που μου ξεφεύγουν
εκεί που τελειώνουν τα νερολούλουδα κι αυτός ο άνθρωπος
που βηματίζει τυφλός πάνω στο χιόνι της σιωπής

Κράτησα τη ζωή μου, μαζί του, γυρεύοντας το νερό που σ’ αγγίζει
στάλες βαριές πάνω στα πράσινα φύλλα, στο πρόσωπό σου
μέσα στον άδειο κήπο, στάλες στην ακίνητη δεξαμενή
βρίσκοντας ένα κύκνο νεκρό μέσα στα κάτασπρα φτερά του
δέντρα ζωντανά και τα μάτια σου προσηλωμένα

Ο δρόμος αυτός δεν τελειώνει δεν έχει αλλαγή, όσο γυρεύεις
να θυμηθείς τα παιδικά σου χρόνια, εκείνους που έφυγαν εκείνους
που χάθηκαν μέσα στον ύπνο τους σε πελαγίσιους τάφους
όσο ζητάς τα σώματα που αγάπησες να σκύψουν
κάτω από τα σκληρά κλωνάρια των πλατάνων εκεί
που στάθηκε μια αχτίδα του ήλιου γυμνωμένη
και σκίρτησε ένας σκύλος και φτεροκόπησε η καρδιά σου
ο δρόμος δεν έχει αλλαγή, κράτησα τη ζωή μου

Το χιόνι
και το νερό παγωμένο στα πατήματα των αλόγων
EPIFANIA 1937

U mari ҫiurutu e i muntagni nta luna calanti
a rocca ranni ô giru i ficudinnia e i cucunceḍḍa
a giarra ca ‘n si vulev’asciucari ô finiri o jornu
e u lettu chiusu allat’ i cipressi e i to capiḍḍi
d’oro, i stiḍḍi du Cignu e Ardebarannu.

Trattinni a vita mia, trattinni a vita mia piḍḍirinu
mmenzu arbuli giarni abbersu l’acqua c’arruҫiava
‘ncapu pinnina muti carrich’i fogghi i fagu,
senza luci ‘ncima. Si fa scuru.
Trattinni a vita mia: na linia nta to manu manca,
na scurciatura nno to jinocchiu:spicchialìanu
nta rina i l’estati passata,
addimuranu chiari unni ҫiuҫiò a tramuntana
mentri sentu ô giru du lacu jilatu
palori furasteri.
I facci ca vidu nenti addumannanu, mancu a fimmina
c’appidica arrunchiata llattannu u so picciriḍḍuzzu
Acchianu i muntagni: vaḍḍati nivuri; a chian’accupunat’ i nivi,
a chiana accupunat’ i nivi a pirdirisi l’occhiu nenti ddumanna,
ni u tempu chiusu intra chisuzzi muti,
ni i manu stinnicchiati a circari, e mancu i strati.
Trattinni a vita mia ccu ‘n ciuciulìu, intra
‘n silenziu senza limitu
e ‘n sacciu cchiù ni parrari ni pinsari: ciuciulia
com’u ҫiatu dô cipressu ḍḍa nuttata
com’a vuci umana du mari nta notti
ammenz’i cuticchi, com’u rigordu dâ to vuci ca diceva “bona furtuna”.
Chiudu l’occhi circannu a banna unni si ‘ncuntranu ammucciuni l’acqui
sutta u jelu, a risata du mari, i puzzi chiusi
tantiannu cchi me vini ḍḍi vini ca mi scanzanu,
unni finisciunu i ninfee e chistu je l’omu ca varculìa
orvu ‘ncap’a nivi du silenziu.
Trattinni a vita mia, ccu iḍḍu, circannu l’acqua ca ti ‘ccarizza:
sbrizzi pisanti ‘ncap’i fogghi virdi, nta to facci
ntu jardinu disettu, ‘ncap’u stagnuni acchiancatu,
attruvannu ‘n cignu mortu nte l’ali janchizzi
arbuli vivi e i to occhi sbarrachiati.

Sta strata ‘n finisci e nun po cangiari, si puru ‘ntanti
i ricurdari i to ann’i picciriḍḍu, e chiḍḍi ca si ni jeru
e chiḍḍi ca si persiru nto sonnu, nte tombi a mari,
puru s’abbrami di vidir’ i corpa c’amasti cimiḍḍiati
sutta i rami ‘ncutrunuti dî platani, ḍḍa unni‘n raggiu
spugghiatu i suli ji a pusari, e ‘n cani
s’arrisagghiò e u to cori parpiò sbulazzannu,
sta strata un cangia: trattinni a vita mia

A nivi
e l’acqua jilata nte stamp’i cavaḍḍi



Pagina della canzone con tutte le versioni

Pagina principale CCG


hosted by inventati.org