Lingua   

Μαραμπού

Nikos Kavvadias / Νίκος Καββαδίας
Pagina della canzone con tutte le versioni


OriginaleTraduction française / Μετέφρασε στα γαλλικά / Traduzione france...
ΜΑΡΑΜΠΟΎ

Λένε για μένα οι ναυτικοί που εζήσαμε μαζί
πως είμαι κακοτράχαλο τομάρι διεστραμμένο,
πως τις γυναίκες μ’ ένα τρόπον ύπουλο μισώ
κι ότι μ’ αυτές να κοιμηθώ ποτέ μου δεν πηγαίνω.

Ακόμα, λένε πως τραβώ χασίσι και κοκό
πως κάποιο πάθος με κρατεί φριχτό και σιχαμένο,
κι ολόκληρο έχω το κορμί με ζωγραφιές αισχρές,
σιχαμερά παράξενες, βαθιά στιγματισμένο.

Ακόμα, λένε πράματα φριχτά παρά πολύ,
που είν’ όμως ψέματα χοντρά και κατασκευασμένα,
κι αυτό που εστοίχισε σε με πληγές θανατερές
κανείς δεν το `μαθε ποτέ, γιατί δεν το `πα σε κανένα.

Μ’ απόψε, τώρα που έπεσεν η τροπική βραδιά,
και φεύγουν προς τα δυτικά των Μαραμπού τα σμήνη,
κάτι με σπρώχνει επίμονα να γράψω σε χαρτί,
εκείνο, που παντοτινή κρυφή πληγή μου εγίνη.

Ήμουνα τότε δόκιμος σ’ ένα λαμπρό ποστάλ
και ταξιδεύαμε Αίγυπτο γραμμή Νότιο Γαλλία.
Τότε τη γνώρισα σαν άνθος έμοιαζε αλπικό
και μια στενή μας έδεσεν αδελφική φιλία.

Αριστοκρατική, λεπτή και μελαγχολική,
κόρη ενός πλούσιου Αιγύπτιου οπού `χε αυτοκτονήσει,
ταξίδευε τη λύπη της σε χώρες μακρινές,
μήπως εκεί γινότανε να τήνε λησμονήσει.

Πάντα σχεδόν της Μπασκιρτσέφ κρατούσε το Ζουρνάλ,
και την Αγία της Άβιλας παράφορα αγαπούσε,
συχνά στίχους απάγγελνε θλιμμένους γαλλικούς,
κι ώρες πολλές προς τη γαλάζιαν έκταση εκοιτούσε.

Κι εγώ, που μόνον εταιρών εγνώριζα κορμιά,
κι είχα μιαν άβουλη ψυχή δαρμένη απ’ τα πελάη,
μπροστά της εξανάβρισκα την παιδική χαρά
και, σαν προφήτη, εκστατικός την άκουα να μιλάει.

Ένα μικρό της πέρασα σταυρόν απ’ το λαιμό
κι εκείνη ένα μου χάρισε μεγάλο πορτοφόλι
κι ήμουν ο πιο δυστυχισμένος άνθρωπος της γης,
όταν εφθάσαμε σ’ αυτήν που θα `φευγε την πόλη.

Την εσκεφτόμουνα πολλές φορές στα φορτηγά,
ως ένα παραστάτη μου κι άγγελο φύλακά μου,
και μια φωτογραφία της στην πλώρη ήταν για με
όαση, που ένας συναντά μεσ’ στην καρδιά της Άμμου.

Νομίζω πως θε να `πρεπε να σταματήσω εδώ.
Τρέμει το χέρι μου, ο θερμός αγέρας με φλογίζει.
Κάτι άνθη εξαίσια τροπικά του ποταμού βρωμούν,
κι ένα βλακώδες Μαραμπού παράμερα γρυλίζει.

Θα προχωρήσω!... Μια βραδιά σε πόρτο ξενικό
είχα μεθύσει τρομερά με ουίσκι, τζιν και μπύρα,
και κατά τα μεσάνυχτα, τρικλίζοντας βαριά,
το δρόμο προς τα βρωμερά, χαμένα σπίτια επήρα.

Αισχρές γυναίκες τράβαγαν εκεί τους ναυτικούς,
κάποια μ’ άρπαξ’ απότομα, γελώντας, το καπέλο
(παλιά συνήθεια γαλλική του δρόμου των πορνών)
κι εγώ την ακολούθησα σχεδόν χωρίς να θέλω.

Μια κάμαρα στενή, μικρή, σαν όλες βρωμερή,
οι ασβέστες απ’ τους τοίχους της επέφτανε κομμάτια,
κι αυτή ράκος ανθρώπινο που εμίλαγε βραχνά,
με σκοτεινά, παράξενα, δαιμονισμένα μάτια.

Της είπα κι έσβησε το φως. Επέσαμε μαζί.
Τα δάχτυλά μου καθαρά μέτρααν τα κόκαλά της.
Βρωμούσε αψέντι. Εξύπνησα, ως λένε οι ποιητές
«μόλις εσκόρπιζεν η αυγή τα ροδοπέταλά της».

Όταν την είδα και στο φως τα’ αχνό το πρωινό,
μου φάνηκε λυπητερή, μα κολασμένη τόσο,
που μ’ ένα δέος αλλόκοτο, σαν να `χα φοβηθεί,
το πορτοφόλι μου έβγαλα γοργά να την πληρώσω.

Δώδεκα φράγκα γαλλικά... Μα έβγαλε μια φωνή,
κι είδα μια εμένα να κοιτά με μάτι αγριεμένο,
και μια το πορτοφόλι μου... Μ’ απόμεινα κι εγώ
έναν σταυρό απάνω της σαν είδα κρεμασμένο.

Ξεχνώντας το καπέλο μου βγήκα σαν τον τρελό,
σαν τον τρελό που αδιάκοπα τρικλίζει και χαζεύει,
φέρνοντας μέσα στο αίμα μου μια αρρώστια τρομερή,
που ακόμα βασανιστικά το σώμα μου παιδεύει.

Λένε για μένα οι ναυτικοί που εκάμαμε μαζί
πως χρόνια τώρα με γυναίκα εγώ δεν έχω πέσει,
πως είμαι παλιοτόμαρο και πως τραβάω κοκό,
μ’ αν ήξερα οι δύστυχοι, θα μ’ είχαν συχωρέσει...

Το χέρι τρέμει... Ο πυρετός... Ξεχάστηκα πολύ
ασάλευτο ένα Μαραμπού στην όχθη να κοιτάζω.
Κι έτσι καθώς επίμονα κι εκείνο με κοιτά,
νομίζω πως στη μοναξιά και στη βλακεία του μοιάζω...

MARABOUT

Tous ceux qui sur la mer ont ma vie partagé
prétendent que je suis un pervers, un infâme,
que très sournoisement je déteste les femmes,
qu'avec elles jamais je ne vais m'allonger.

On dit que je carbure au hasch, à la coco
et que je suis le jouet d'une passion impure,
que je porte gravées de bizarres peintures,
obscènes à vomir, cachées sous mon tricot.

On dit de moi d'horribles choses, sans arrêt,
qui ne sont que bobards et que fausses nouvelles ;
et ce qui m'a frappé de blessure mortelle,
nul ne l'a jamais su — j'ai gardé le secret.

Mais tandis que ce soir descend sur les tropiques,
que s'éloignent à l'ouest les vols de marabouts,
je suis forcé d'écrire, et d'avouer jusqu'au bout
quelle plaie est en moi, obscure et tyrannique.

En ce temps-là j'étais sur un bateau postal,
aspirant, sur la ligne d'Égypte à Marseille,
quand je la vis, aux fleurs de montagne pareille,
et devins son ami, son frère, son féal.

Noble, toute en finesse et en mélancolie
— son père, un Égyptien, s'était ouvert les veines—
elle traînait son deuil dans les contrées lointaines,
croyant qu'en les bougeant ces choses-là s'oublient.

De Marie Baschkirtseff elle adulait la prose,
aimait avec transport la Sainte d'Avila,
disait de tristes vers français d'un ton très las
et contemplait longtemps l'étendue bleue, morose.

Moi qui n'avais connu que les corps des drôlesses,
moi, l'âme sans vigueur, par la mer ballotté,
je retrouvais ma joie d'enfance à l'écouter parler
comme un prophète — extase et allégresse.

Je passai à son cou une petite croix
et reçus d'elle un portefeuille. Et à mesure que le port
approchait, terme de l'aventure,
mon cœur se remplissait de tristesse et d'effroi.

Combien de fois, plus tard, sur les cargos si lents,
ai-je invoqué l'amie, complice, ange gardienne !
Sa photo emportée dans mes virées lointaines était
une oasis sur les sables brûlants.

C'est là, je le sais bien, que je devrais finir.
Ma main tremble, le vent brûle et brouille ma vue.
Sur le fleuve africain les fleurs superbes puent.
Un marabout crétin se remet à glapir.

Je continue !... Un soir, dans un port très lointain,
m'étant noirci au gin, au whisky, à la bière,
vers minuit, titubant à m'en rouler par terre,
Je pris la rue qui mène aux maisons des putains.

C'est là que les traînées attirent les marins.
L'une d'elles, rieuse, arracha ma casquette
(vieil usage français qui signe une conquête),
et moi, sans le vouloir, je suivis le bourrin.

Une petite chambre sale aux murs sordides
où la chaux s'écaillant tombait comme une peau,
et cette loque humaine à la voix de corbeau,
à l'étrange regard, noir, possédé, morbide.

Sans tarder je la fis éteindre. On se coucha.
Mes doigts sur tout son corps comptaient ses os
pointus. Elle empestait l'alcool. J'émergeai, courbatu,
«quand l'aurore sur nous sa joue rose pencha».

Lorsque dans la lueur pâle du petit jour, je la vis,
pitoyable, et pourtant impudique,
pris d'un étrange émoi proche de la panique,
je pris mon portefeuille et payai sans amour.

Douze francs... Mais poussant un grand cri tout à
coup, elle posa les yeux sur moi, blême, égarée,
puis sur mon portefeuille... Et c'est là, bouche bée,
que j'aperçus la croix suspendue à son cou.

Oubliant mon chapeau, je me ruai dehors
comme un fou, titubant et perdant la boussole,
emportant dans mon sang la méchante bestiole
qui depuis n'a cessé de tourmenter mon corps.

Tous ceux qui sur la mer avec moi ont peiné me
voient en vieux salaud, qui jamais ne s'allonge dans
le lit d'une femme, et que la coco ronge.
Malheureux ! S'ils savaient, ils m'auraient pardonné...

Ma main tremble... La fièvre... Ahuri, tête vide,
fixant un marabout là-bas, sans mouvement,
qui me zieute à son tour, non moins obstinément,
je me sens son égal, aussi seul et stupide.



Pagina della canzone con tutte le versioni

Pagina principale CCG


hosted by inventati.org