Lingua   

Η σονάτα του σεληνόφωτος

Yannis Ritsos / Γιάννης Ρίτσος
Pagina della canzone con tutte le versioni


Originale中文翻译 / Κινεζική μετάφραση / Traduzione cinese / Chinese transl...
Η ΣΟΝΆΤΑ ΤΟΥ ΣΕΛΗΝΌΦΩΤΟΣ

[Ἀνοιξιάτικο βράδι. Μεγάλο δωμάτιο παλιοῦ σπιτιοῦ. Μιά ἡλικιωμένη γυναίκα, ντυμένη στά μαῦρα, μιλάει σ' ἕναν νέο. Δέν ἔχουν ἀνάψει φῶς. Ἀπ' τά δυό παράθυρα μπαίνει ἕνα ἀμείλικτο φεγγαρόφωτο. Ξέχασα νά πῶ ὅτι ἡ Γυναίκα μέ τά Μαῦρα ἔχει ἐκδώσει δυό-τρεῖς ἐνδιαφέρουσες ποιητικές συλλογές θρησκευτικῆς πνοῆς. Λοιπόν, ἡ Γυναίκα μέ τά Μαῦρα μιλάει στόν Νέο]:

Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου. Τί φεγγάρι ἀπόψε!
Εἶναι καλό τό φεγγάρι, - δέ θά φαίνεται
πού ἀσπρίσαν τά μαλλιά μου. Τό φεγγάρι
θά κάνει πάλι χρυσά τά μαλλιά μου. Δέ θά καταλάβεις.
Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.

Ὅταν ἔχει φεγγάρι μεγαλώνουν οἱ σκιές μές στό σπίτι,
ἀόρατα χέρια τραβοῦν τίς κουρτίνες,
ἕνα δάχτυλο ἀχνό γράφει στή σκόνη τοῦ πιάνου
λησμονημένα λόγια — δέ θέλω νά τ' ἀκούσω. Σώπα.
Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου

λίγο πιό κάτου, ὥς τή μάντρα τοῦ τουβλάδικου,
ὥς ἐκεῖ πού στρίβει ὁ δρόμος καί φαίνεται
ἡ πολιτεία τσιμεντένια κι ἀέρινη, ἀσβεστωμένη μέ φεγγαρόφωτο,
τόσο ἀδιάφορη κι ἄϋλη
τόσο θετική σάν μεταφυσική
πού μπορεῖς ἐπιτέλους νά πιστέψεις πώς ὑπάρχεις καί δέν ὑπάρχεις
πώς ποτέ δέν ὑπῆρξες, δέν ὑπῆρξε ο χρόνος κ' ἡ φθορά του.
Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.

Θά καθήσουμε λίγο στό πεζούλι, πάνω στό ὕψωμα,
κι ὅπως θά μᾶς φυσάει ὁ ἀνοιξιάτικος ἀέρας
μπορεῖ νά φανταστοῦμε κιόλας πώς θά πετάξουμε,
γιατί, πολλές φορές, καί τώρα ἀκόμη, ἀκούω τό θόρυβο τοῦ φουστανιοῦ μου,
σάν τό θόρυβο δυό δυνατῶν φτερῶν πού ἀνοιγοκλείνουν,
κι ὅταν κλείνεσαι μέσα σ' αὐτόν τόν ἦχο τοῦ πετάγματος

νιώθεις κρουστό τό λαιμό σου, τά πλευρά σου, τή σάρκα σου,
κ' ἔτσι σφιγμένος μές στούς μυῶνες τοῦ γαλάζιου ἀγέρα,
μέσα στά ρωμαλέα νεῦρα τοῦ ὕψους,
δέν ἔχει σημασία ἄν φεύγεις ἤ ἄν γυρίζεις
κι οὔτε ἔχει σημασία πού ἀσπρίσαν τά μαλλιά μου,
(δέν εἶναι τοῦτο ἡ λύπη μου - ἡ λύπη μου
εἶναι πού δέν ἀσπρίζει κ' ἡ καρδιά μου).
Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.

Τό ξέρω πώς καθένας μονάχος πορεύεται στόν ἔρωτα,
μονάχος στή δόξα καί στό θάνατο.
Τό ξέρω. Τό δοκίμασα. Δέν ὠφελεῖ.
Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.

Τοῦτο τό σπίτι στοίχειωσε, μέ διώχνει -
θέλω νά πῶ ἔχει παλιώσει πολύ, τά καρφιά ξεκολλᾶνε,
τά κάδρα ρίχνονται σά νά βουτᾶνε στό κενό,
οἱ σουβάδες πέφτουν ἀθόρυβα

ὅπως πέφτει τό καπέλο τοῦ πεθαμένου ἀπ' τήν κρεμάστρα στό σκοτεινό διάδρομο
ὅπως πέφτει τό μάλλινο τριμμένο γάντι τῆς σιωπῆς ἀπ' τά γόνατά της
ἤ ὅπως πέφτει μιά λουρίδα φεγγάρι στήν παλιά, ξεκοιλιασμένη πολυθρόνα.

Κάποτε ὑπῆρξε νέα κι αὐτή, - ὄχι ἡ φωτογραφία πού κοιτᾶς μέ τόση δυσπιστία-
λέω γιά τήν πολυθρόνα, πολύ ἀναπαυτική, μποροῦσες ὧρες ὁλόκληρες νά κάθεσαι
καί μέ κλεισμένα μάτια νά ὀνειρεύεσαι ὅ,τι τύχει
- μιάν ἀμμουδιά στρωτή, νοτισμένη, στιλβωμένη ἀπό φεγγάρι,
πιό στιλβωμένη ἀπ' τά παλιά λουστρίνια μου πού κάθε μήνα τά δίνω
στό στιλβωτήριο τῆς γωνιᾶς,
ἤ ἕνα πανί ψαρόβαρκας πού χάνεται στό βάθος λικνισμένο ἀπ' τήν ἴδια του ἀνάσα,
τριγωνικό πανί σά μαντίλι διπλωμένο λοξά μόνο στά δυό
σά νά μήν εἶχε τίποτα νά κλείσει ἤ νά κρατήσει
ἤ ν' ἀνεμίσει διάπλατο σέ ἀποχαιρετισμό.Πάντα μου εἶχα μανία μέ τά μαντίλια,
ὄχι γιά νά κρατήσω τίποτα δεμένο,
τίποτα σπόρους λουλουδιῶν ἤ χαμομήλι μαζεμένο στούς ἀγρούς μέ τό λιόγερμα
ἤ νά τό δέσω τέσσερις κόμπους σάν τό σκουφί πού φορᾶνε οἱ ἐργάτες
στ' ἀντικρυνό γιαπί
ἤ νά σκουπίζω τά μάτια μου, - διατήρησα καλή τήν ὅρασή μου·
ποτέ μου δέ φόρεσα γυαλιά. Μιά ἁπλή ἰδιοτροπία τά μαντίλια.

Τώρα τά διπλώνω στά τέσσερα, στά ὀχτώ, στά δεκάξη
ν' ἀπασχολῶ τά δάχτυλά μου. Καί τώρα θυμήθηκα
πώς ἔτσι μετροῦσα τή μουσική σάν πήγαινα στό Ὠδεῖο
μέ μπλέ ποδιά κι ἄσπρο γιακά, μέ δυό ξανθές πλεξοῦδες
- 8, 16, 32, 64, -
κρατημένη ἀπ' τό χέρι μιᾶς μικρῆς φίλης μου ροδακινιᾶς ὅλο φῶς καί
ρόζ λουλούδια,
(συχώρεσέ μου αὐτά τά λόγια κακή συνήθεια) 32, 64, - κ' οἱ δικοί μου στήριζαν
μεγάλες ἐλπίδες στό μουσικό μου τάλαντο. Λοιπόν, σοὔλεγα γιά τήν πολυθρόνα -
ξεκοιλιασμένη - φαίνονται οἱ σκουριασμένες σοῦστες, τά ἄχερα -
ἔλεγα νά τήν πάω δίπλα στό ἐπιπλοποιεῖο,
μά ποῦ καιρός καί λεφτά καί διάθεση - τί νά πρωτοδιορθώσεις; -
ἔλεγα νά ρίξω ἕνα σεντόνι πάνω της, - φοβήθηκα
τ' ἄσπρο σεντόνι σέ τέτοιο φεγγαρόφωτο. Ἐδῶ κάθησαν
ἄνθρωποι πού ὀνειρεύτηκαν μεγάλα ὄνειρα, ὅπως κ' ἐσύ κι ὅπως κ' ἐγώ ἄλλωστε,
καί τώρα ξεκουράζονται κάτω ἀπ' τό χῶμα δίχως νά ἐνοχλοῦνται ἀπ'
τή βροχή ἤ τό φεγγάρι.
Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.

Θά σταθοῦμε λιγάκι στήν κορφή τῆς μαρμάρινης σκάλας τοῦ Ἅη-Νικόλα,
ὕστερα ἐσύ θά κατηφορίσεις κ' ἐγώ θά γυρίσω πίσω
ἔχοντας στ' ἀριστερό πλευρό μου τή ζέστα ἀπ' τό τυχαῖο ἄγγιγμα τοῦ ακκακιοῦ σου
κι ἀκόμη μερικά τετράγωνα φῶτα ἀπό μικρά συνοικιακά παράθυρα
κι αὐτή τήν πάλλευκη ἄχνα ἀπ' τό φεγγάρι ποὖναι σά μιά μεγάλη
συνοδεία ἀσημένιων κύκνων -
καί δέ φοβᾶμαι αὐτή τήν ἔκφραση, γιατί ἐγώ
πολλές ἀνοιξιάτικες νύχτες συνομίλησα ἄλλοτε μέ τό Θεό πού μοῦ ἐμφανίστηκε
ντυμένος τήν ἀχλύ καί τή δόξα ἑνός τέτοιου σεληνόφωτος,
καί πολλούς νέους, πιό ὡραίους κι ἀπό σένα ἀκόμη, τοῦ ἐθυσίασα,
ἔτσι λευκή κι ἀπρόσιτη ν' ἀτμίζομαι μές στή λευκή μου φλόγα,
στή λευκότητα τοῦ σεληνόφωτος,
πυρπολημένη ἀπ' τ' ἀδηφάγα μάτια τῶν ἀντρῶν κι ἀπ' τή δισταχτικήν
ἔκσταση τῶν ἐφήβων,
πολιορκημένη ἀπό ἐξαίσια, ἡλιοκαμμένα σώματα,
ἄλκιμα μέλη γυμνασμένα στό κολύμπι, στό κουπί, στό στίβο,
στό ποδόσφαιρο (πού ἔκανα πώς δέν τἄ βλεπα)
μέτωπα, χείλη καί λαιμοί, γόνατα, δάχτυλα καί μάτια,
στέρνα καί μπράτσα καί μηροί (κι ἀλήθεια δέν τἄ‘βλεπα)
- ξέρεις, καμμιά φορά, θαυμάζοντας, ξεχνᾶς, ὅ,τι θαυμάζεις,σοῦ φτάνει ὁ θαυμασμός σου, -
θέ μου, τί μάτια πάναστρα, κι ἀνυψωνόμουν σέ μιάν ἀποθέωση
ἀρνημένων ἄστρων
γιατί, ἔτσι πολιορκημένη ἀπ' ἔξω κι ἀπό μέσα,
ἄλλος δρόμος δε μοὔμενε παρά μονάχα πρός τά πάνω ἤ πρός τά κάτω.
- Ὄχι, δέ φτάνει.
Ἄφησέ με νἄ’ρθω μαζί σου.

Τό ξέρω ἡ ὥρα πιά εἶναι περασμένη. Ἄφησέ με,
γιατί τόσα χρόνια, μέρες καί νύχτες καί πορφυρά μεσημέρια,
ἔμεινα μόνη,ἀνένδοτη, μόνη καί πάναγνη,
ἀκόμη στή συζυγική μου κλίνη πάναγνη καί μόνη,
γράφοντας ἔνδοξους στίχους στά γόνατα τοῦ Θεοῦ,
στίχους πού, σέ διαβεβαιῶ, θά μείνουνε σά λαξευμένοι σέ ἄμεμπτο μαρμαρο
πέρα ἀπ' τή ζωή μου καί τή ζωή σου, πέρα πολύ. Δέ φτάνει. Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.

Τοῦτο τό σπίτι δέ μέ σηκώνει πιά.
Δέν ἀντέχω νά τό σηκώνω στή ράχη μου.
Πρέπει πάντα νά προσέχεις, νά προσέχεις,
νά στεριώνεις τόν τοῖχο μέ τό μεγάλο μπουφέ
νά στεριώνεις τόν μπουφέ μέ τό πανάρχαιο σκαλιστό τραπέζι
νά στεριώνεις τό τραπέζι μέ τίς καρέκλες
νά στεριώνεις τίς καρέκλες μέ τά χέρια σου
νά βάζεις τόν ὦμο σου κάτω ἀπ' τό δοκάρι πού κρέμασε.
Καί τό πιάνο, σά μαῦρο φέρετρο κλεισμένο. Δέν τολμᾶς νά τ' ἀνοίξεις.
Ὅλο νά προσέχεις, νά προσέχεις, μήν πέσουν, μήν πέσεις. Δἐν ἀντέχω.
Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.

Τοῦτο τό σπίτι, παρ' ὅλους τούς νεκρούς του, δέν ἐννοεῖ νά πεθάνει.
Ἐπιμένει νά ζεῖ μέ τούς νεκρούς του
νά ζεῖ ἀπ' τούς νεκρούς του
νά ζεῖ ἀπ' τή βεβαιότητα τοῦ θανάτου του
καί νά νοικοκυρεύει ἀκόμη τούς νεκρούς του σ' ἑτοιμόρροπα κρεββάτια
καί ράφια.
Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.

Ἐδῶ, ὅσο σιγά κι ἄν περπατήσω μές στήν ἄχνα τῆς βραδιᾶς,
εἴτε μέ τίς παντοῦφλες, εἴτε ξυπόλυτη,
κάτι θά τρίξει, - ἕνα τζάμι ραγίζει ἤ κάποιος καθρέφτης,
κάποια βήματα ἀκούγονται, - δέν εἶναι δικά μου.
Ἔξω, στό δρόμο μπορεῖ νά μήν ἀκούγονται τοῦτα τά βήματα, -
ἡ μεταμέλεια, λένε, φοράει ξυλοπάπουτσα, -
κι ἄν κάνεις νά κοιτάξεις σ' αὐτόν ἤ στόν ἄλλον καθρέφτη,
πίσω ἀπ' τή σκόνη καί τίς ραγισματιές,
διακρίνεις πιό θαμπό καί πιό τεμαχισμένο τό πρόσωπό σου,
τό πρόσωπό σου πού ἄλλο δέ ζήτησες στή ζωή παρά νά τό κρατήσεις
καθάριο κι ἀδιαίρετο.

Τά χείλη τοῦ ποτηριοῦ γυαλίζουν στό φεγγαρόφωτο
σάν κυκλικό ξυράφι πῶς νά τό φέρω στά χείλη μου;
ὅσο κι ἄν διψῶ, - πῶς νά τό φέρω; - Βλέπεις;
ἔχω ἀκόμη διάθεση γιά παρομοιώσεις, - αὐτό μοῦ ἀπόμεινε,
αὐτό μέ βεβαιώνει ἀκόμη πώς δέ λείπω.
Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου…

Φορές-φορές, τήν ὥρα πού βραδιάζει, ἔχω τήν αἴσθηση
πώς ἔξω ἀπ' τά παράθυρα περνάει ὁ ἀρκουδιάρης μέ τή γριά βαρειά του ἀρκούδα
μέ τό μαλλί της ὅλο ἀγκάθια καί τριβόλια
σηκώνοντας σκόνη στό συνοικιακό δρόμο
ἕνα ἐρημικό σύννεφο σκόνη πού θυμιάζειτό σούρουπο
καί τά παιδιά ἔχουν γυρίσει σπίτια τους γιά τό δεῖπνο καί δέν τ' ἀφήνουν
πιά νά βγοῦν ἔξω
μ' ὅλο πού πίσω ἀπ' τούς τοίχους μαντεύουν τό περπάτημα τῆς γριᾶς ἀρκούδας-
κ' ἡ ἀρκούδα κουρασμένη πορεύεται μές στή σοφία τῆς μοναξιᾶς της,
μήν ξέροντας γιά ποῦ καί γιατί -
ἔχει βαρύνει, δέν μπορεῖ πιά νά χορεύει στά πισινά της πόδια
δέν μπορεῖ νά φοράει τή δαντελένια σκουφίτσα της νά διασκεδάζει τά παιδιά,
τούς ἀργόσχολους, τούς ἀπαιτητικούς,
καί τό μόνο πού θέλει εἶναι νά πλαγιάσει στό χῶμα
ἀφήνοντας νά τήν πατᾶνε στήν κοιλιά, παίζοντας ἔτσι τό τελευταῖο παιχνίδι της,
δείχνοντας τήν τρομερή της δύναμη γιά παραίτηση,
τήν ἀνυπακοή της στά συμφέροντα τῶν ἄλλων, στούς κρίκους τῶν χειλιῶν της,
στήν ἀνάγκη τῶν δοντιῶν της,
τήν ἀνυπακοή της στόν πόνο καί στή ζωή
μέ τή σίγουρη συμμαχία τοῦ θανάτου - ἔστω κ' ἑνός ἀργοῦ θανάτου -
τήν τελική της ἀνυπακοή στό θάνατο μέ τή συνέχεια καί τή γνώση τῆς ζωῆς
πού ἀνηφοράει μέ γνώση καί μέ πράξη πάνω ἀπ’ τή σκλαβιά της.

Μά ποιός μπορεῖ νά παίξει ὥς τό τέλος αὐτό τό παιχνίδι;
Κ' ἡ ἀρκούδα σηκώνεται πάλι καί πορεύεται
ὑπακούοντας στό λουρί της, στούς κρίκους της, στά δόντια της,
χαμογελώντας μέ τά σκισμένα χείλη της στίς πενταροδεκάρες
πού τῆς ρίχνουνε τά ὡραῖα κι ἀνυποψίαστα παιδιά
(ὡραῖα ἀκριβῶς γιατί εἶναι ἀνυποψίαστα)
καί λέγοντας εὐχαριστῶ. Γιατί οἱ ἀρκοῦδες πού γεράσανε
τό μόνο πού ἔμαθαν νά λένε εἶναι: εὐχαριστῶ, εὐχαριστῶ.
Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.

Τοῦτο τό σπίτι μέ πνίγει. Μάλιστα ἡ κουζίνα
εἶναι σάν τό βυθό τῆς θάλασσας. Τά μπρίκια κρεμασμένα γυαλίζουν
σά στρογγυλά, μεγάλα μάτια ἀπίθανων ψαριῶν,
τά πιάτα σαλεύουν ἀργά σάν τίς μέδουσες,
φύκια κι ὄστρακα πιάνονται στά μαλλιά μου - δέν μπορῶ νά τά ξεκολλήσω ὕστερα,
δέν μπορῶ ν' ἀνέβω πάλι στήν ἐπιφάνεια -
ὁ δίσκος μοῦ πέφτει ἀπ' τά χέρια ἄηχος, - σωριάζομαι
καί βλέπω τίς φυσαλίδες ἀπ' τήν ἀνάσα μου ν' ἀνεβαίνουν,ν' ανεβαίνουν
καί προσπαθῶ νά διασκεδάσω κοιτάζοντάς τες
κι ἀναρωτιέμαι τί θά λέει ἄν κάποιος βρίσκεται ἀπό πάνω καί βλέπει
αὐτές τίς φυσαλίδες,
τάχα πώς πνίγεται κάποιος ἤ πώς ἕνας δύτης ἀνιχνεύει τούς βυθούς;

Κι ἀλήθεια δέν εἶναι λίγες οἱ φορές πού ἀνακαλύπτω ἐκεῖ, στό βάθος τοῦ πνιγμοῦ,
κοράλλια καί μαργαριτάρια καί θησαυρούς ναυαγισμένων πλοίων,
ἀπρόοπτες συναντήσεις, καί χτεσινά καί σημερινά καί μελλούμενα,
μιάν ἐπαλήθευση σχεδόν αἰωνιότητας,
κάποιο ξανάσασμα, κάποιο χαμόγελο ἀθανασίας, ὅπως λένε,
μιάν εὐτυχία, μιά μέθη, κ' ἐνθουσιασμόν ἀκόμη,
κοράλλια καί μαργαριτάρια καί ζαφείρια·
μονάχα πού δέν ξέρω νά τά δώσω - ὄχι, τά δίνω·
μονάχα πού δέν ξέρω ἄν μποροῦν νά τά πάρουν - πάντως ἐγώ τά δίνω.
Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου…

Μιά στιγμή, νά πάρω τή ζακέτα μου.
Τοῦτο τόν ἄστατο καιρό, ὅσο νἆναι, πρέπει νά φυλαγόμαστε.
Ἔχει ὑγρασία τά βράδια, καί τό φεγγάρι
δέ σοῦ φαίνεται, ἀλήθεια, πώς ἐπιτείνει τήν ψύχρα;

Ἄσε νά σοῦ κουμπώσω τό πουκάμισο - τί δυνατό τό στῆθος σου,
- τί δυνατό φεγγάρι, - ἡ πολυθρόνα, λέω - κι ὅταν σηκώνω τό
φλιτζάνι ἀπ' τό τραπέζι
μένει ἀπό κάτω μιά τρύπα σιωπή, βάζω ἀμέσως τήν παλάμη μου ἐπάνω
νά μήν κοιτάξω μέσα,- ἀφήνω πάλι τό φλιτζάνι στή θέση του·
καί τό φεγγάρι μιά τρύπα στό κρανίο τοῦ κόσμου - μήν κοιτάξεις μέσα,
εἶναι μιά δύναμη μαγνητική πού σέ τραβάει - μήν κοιτάξεις, μήν κοιτᾶχτε,
ἀκοῦστε με πού σᾶς μιλάω - θά πέσετε μέσα. Τοῦτος ὁ ἴλιγγος
ὡραῖος, ἀνάλαφρος θά πέσεις, -
ἕνα μαρμάρινο πηγάδι τό φεγγάρι,
ἴσκιοι σαλεύουν καί βουβά φτερά, μυστηριακές φωνές - δέν τίς ἀκοῦτε;
Βαθύ-βαθύ τό πέσιμο,
βαθύ-βαθύ τό ἀνέβασμα,
τό ἀέρινο ἄγαλμα κρουστό μές στ' ἀνοιχτά φτερά του,
βαθειά-βαθειά ἡ ἀμείλικτη εὐεργεσία τῆς σιωπῆς, -
τρέμουσες φωταψίες τῆς ἄλλης ὄχθης, ὅπως ταλαντεύεσαι μές στό
ἴδιο σου τό κύμα,
ἀνάσα ὠκεανοῦ. Ὡραῖος, ἀνάλαφρος
ὁ ἴλιγγος τοῦτος, - πρόσεξε, θά πέσεις. Μήν κοιτᾶς ἐμένα,
ἐμένα ἡ θέση μου εἶναι τό ταλάντευμα - ὁ ἑξαίσιος ἴλιγγος. Ἔτσι κάθε ἀπόβραδο
ἔχω λιγάκι πονοκέφαλο, κάτι ζαλάδες.

Συχνά πετάγομαι στό φαρμακεῖο ἀπέναντι γιά καμμιάν ἀσπιρίνη,
ἄλλοτε πάλι βαριέμαι καί μένω μέ τόν πονοκέφαλό μου
ν' ἀκούω μές στούς τοίχους τόν κούφιο θόρυβο πού κάνουν οἱ σωλῆνες τοῦ νεροῦ,
ἤ ψήνω ἕναν καφέ, καί, πάντα ἀφηρημένη,
ξεχνιέμαι κ' ἑτοιμάζω δυό ποιός νά τόν πιεῖ τόν ἄλλον; -
ἀστεῖο ἀλήθεια, τόν ἀφήνω στό περβάζι νά κρυώνει
ἤ κάποτε πίνω καί τόν δεύτερο, κοιτάζοντας ἀπ' τό παράθυρο τόν πράσινο
γλόμπο τοῦ φαρμακείου
σάν τό πράσινο φῶς ἑνός ἀθόρυβου τραίνου πού ἔρχεται νά μέ πάρει
μέ τά μαντίλια μου, τά στραβοπατημένα μου παπούτσια,
τή μαύρη τσάντα μου, τά ποιήματά μου,
χωρίς καθόλου βαλίτσες - τί νά τίς κάνεις;
Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.

Ἄ, φεύγεις; Καληνύχτα. Ὄχι, δέ θἄρθω. Καληνύχτα.
Ἐγώ θά βγῶ σέ λίγο. Εὐχαριστῶ. Γιατί, ἐπιτέλους, πρέπει
νά βγῶ ἀπ' αὐτό τό τσακισμένο σπίτι.
Πρέπει νά δῶ λιγάκι πολιτεία, - ὄχι, ὄχι τό φεγγάρι -
τήν πολιτεία μέ τά ροζιασμένα χέρια της, τήν πολιτεία τοῦ μεροκάματου,
τήν πολιτεία πού ὁρκίζεται στό ψωμί καί στή γροθιά της
τήν πολιτεία πού ὅλους μᾶς ἀντέχει στή ράχη της
μέ τίς μικρότητές μας, τίς κακίες, τίς ἔχτρες μας,
μέ τίς φιλοδοξίες, τήν ἄγνοιά μας καί τά γερατειά μας, -
ν' ἀκούσω τά μεγάλα βήματα τῆς πολιτείας,
νά μήν ἀκούω πιά τά βήματά σου
μήτε τά βήματα τοῦ Θεοῦ, μήτε καί τά δικά μου βήματα.Καληνύχτα.


(Τό δωμάτιο σκοτεινιάζει. Φαίνεται πώς κάποιο σύννεφο θἄκρυψε τό φεγγάρι. Μονομιᾶς, σάν κάποιο χέρι νά δυνάμωσε τό ραδιόφωνο τοῦ γειτονικοῦ μπάρ, ἀκούστηκε μιά πολύ γνωστή μουσική φράση. Καί τότε κατάλαβα πώς ὅλη τούτη τή σκηνή τή συνόδευε χαμηλόφωνα ἡ «Σονάτα τοῦ Σεληνόφωτος», μόνο τό πρῶτο μέρος. Ὁ Νέος θά κατηφορίζει τώρα μ' ἕνα εἰρωνικό κ' ἴσως συμπονετικό χαμόγελο στά καλογραμμένα χείλη του καί μ' ἕνα συναίσθημα ἀπελευθέρωσης. Ὅταν θά φτάσει ἀκριβῶς στόν Ἅη-Νικόλα, πρίν κατέβει τή μαρμάρινη σκάλα, θά γελάσει, — ἕνα γέλιο δυνατό, ἀσυγκράτητο. Τό γέλιο του δέ θ' ἀκουστεῖ καθόλου ἀνάρμοστα κάτω ἀπ' τό φεγγάρι. Ἴσως τό μόνο ἀνάρμοστο νἆναι τό ὅτι δέν εἶναι καθόλου ἀνάρμοστο. Σέ λίγο ὁ Νέος θά σωπάσει, θά σοβαρευτεῖ καί θά πεῖ: «Ἡ παρακμή μιᾶς ἐποχῆς». Ἔτσι, ὁλότελα ἥσυχος πιά, θά ξεκουμπώσει πάλι τό πουκάμισό του καί θά τραβήξει τό δρόμο του. Ὅσο γιά τή γυναίκα μέ τά μαῦρα, δέν ξέρω ἄν βγῆκε τελικά ἀπ' τό σπίτι. Τό φεγγαρόφωτο λάμπει ξανά. Καί στίς γωνιές τοῦ δωματίου οἱ σκιές σφίγγονται ἀπό μιάν ἀβάσταχτη μετάνοια, σχεδόν ὀργή, ὄχι τόσο γιά τή ζωή, ὅσο γιά τήν ἄχρηστη ἐξομολόγηση. Ἀκοῦτε; Τό ραδιόφωνο συνεχίζει):


Αθήνα, Ιούνιος 1956
Yuèguāng zòumíngqǔ / 月光奏鸣曲

(春天的黄昏。老宅的大屋。一位身着黑衣的中年女子在和一位
年轻男子讲话。他们没有开灯。月光通过双方的窗户残酷地照着。
我差一点忘了告诉你这位黑衣女曾经发表过两三本有趣的带有神性
意味的诗集。这样,黑衣女正在对这位年轻男人说道):


让我和你一起走。啊,今晚的月亮!
月亮真仁慈──你看不出
我的头发已经变白。月亮
将我的头发又变成金子。你分不清有何不同。
让我和你一起走。

有月亮时,屋内的阴影渐渐增长,
无形的双手拖拽窗帘,
鬼魂般的手指把被遗忘的话语写入钢琴上的
尘土中──别说这些。嘘,别出声。

让我和你一起走
再往前一点点,直到那砖瓦场的院墙,
直到道路的转折处,而城市显得
有形且虚幻,被月光清洗,
如此漠然且不实在
如此肯定,像是空谈,
最终你可以认为你存在,同时你并不存在,
你从未存在,时间与毁灭一起从未存在。
让我和你一起走。

我们将在这矮墙上坐一会儿,然后登上山岗,
微微的春风在我们周围吹拂
也许我们还会想象我们在飞翔,
因为,经常,尤其现在,我听到自己裙子的响声
像是强有力的双翼扇动,
当你把自己关进飞行的声音
你感到你的喉咙,肋骨,你的肉体紧压的陷阱,
收缩在碧蓝天空的威力当中,
天堂的胆量当中,
这使得你来去无异
使得我的头发变得苍白但无关紧要
(这不是我的忧愁──我的忧愁是
我的心没有变得苍白)。
让我和你一起走。

我知道我们各自孤独地为爱旅行,
孤独地为欢乐和荣光,为死亡。
我知道的。我努力了。但是没用。
让我和你一起走。

这所房子闹鬼,它折磨我──
我是说,它非常老了,钉子也松了,
悬挂的肖像落下如撞入空虚之中,
灰泥垮下没有声息
如死人的帽子从黑暗走廊的挂帽栓上掉落
如旧的毛手套从膝盖静默地滑下
又如一束月光落在陈旧的,掏空的扶椅上。

甚至连它也曾经是新的──不,不是那些你如此怀疑地盯着的照片──
我说的是扶椅,非常舒服,你可以长时间坐在上面
闭上眼梦见任何来到你头脑中的
── 平滑,湿润,在月光中闪烁的海滨沙滩,
比我每月到街角擦鞋铺上光的黑漆旧皮鞋还亮,
要么一次在自己呼吸中摇晃着沉入海底的渔船的航行,
三角帆恰似斜角对折的手帕
仿佛无从合拢也无从紧握,
或为道别而鼓起。我总为手帕如痴如醉,
不把任何东西包在里面系起来,
比如花种,或日落的旷野簇拥的柑菊,
也不是打上四个结像街对面建筑工地上工人们戴的帽子,
或者用它轻拭我的双眼──我把自己的视力保持得很好;
我从不戴眼镜。一种奇怪念头,那些手帕。

现在我把它们叠成四分之一,八分之一,十六分之一
让我的手指有事做。现在我回忆起当我去音乐厅
和一条蓝围裙,白衣领,两条金发辫子一起
──八分之一,十六分之一,32,64, ──
和我的一个小朋友手牵手,桃色,通亮,如采摘的花朵,
(请原谅,我离题太远了──是坏习惯)──32,64──我的家人
对我的音乐才能寄予厚望。但是我在告诉你有关这把扶椅的事──
掏空的──露出生锈的弹簧,还有填塞物──
我考虑着送到隔壁的家具店,
但是何时,花多少钱,还有做这事的感觉──先修哪里?
我想扔一条被单盖在上面──我担心
一条在如此充沛的月光里的白被单。人们坐在这里
做着美梦,如同你也如同我。
现在他们修生养息于土地之下,那里雨和月光都不能打扰他们。
让我和你一起走。

我们会在圣尼古拉斯教堂的大理石台阶上稍作停留,
然后你应该走下来我也应该往回走,
像是不经意的触碰,你的温情在我的左边存留,
甚至是一些方形晃动的光,来自穷邻居们的小窗,
从月亮而来的纯白薄雾像一大队银色的天鹅──
我并不担心用这种表现方式,因为
好几次在春天傍晚,我曾经与现身的神交谈
他披着雾霾和这样的月光之荣耀;
很多个年轻男人英俊甚至胜过你,使我为神做出了牺牲──
我溶化了,如此洁白,在如此无法企及的白色火焰之中,在月光的洁白中,
被男人们贪婪的目光燃烧,被青春踌躇的痴迷,
被非常棒的晒黑的身体围绕,被游泳、划船、田径和足球
(还有我假装不注意之事)中锻炼的旺盛的四肢,
前额嘴唇还有喉咙,双膝手指以及眼睛,胸,臂膀和大腿(我的确没看它们)
──如你所知,有时赞美时,你忘了你在赞美什么,你的赞美已足够──
我的神,星光闪烁的眼睛啊,我已上升为被迫远离星辰的神尊
因为,围绕,由内也由外,
除了向上走或向下,已无路可供我走。──不,这还不够。
让我和你一起走。

我知道现在已经很晚了。让我来,
因为这么多年,这么多日日夜夜和绯红的正午,我都独自一人,
固执,孤独,保持纯洁,
甚至我的婚床完美如初,孤寂,
书写着显赫的诗篇呈到神的膝下,
我向你保证诗篇将永存犹如凿入这无暇的大理石
超越你我的生命,完全超越,这还不够。
让我和你一起走。

我再也不能忍受这所房子了。
我不能忍受总是背负着它。
你必须始终小心,很小心,
用巨大的冲击支撑墙
用雕花的古董桌子支撑冲击
用椅子支撑桌子
用你的手支撑这些椅子
把你的肩膀放在悬着的房梁下。
还有钢琴,像盖着的棺木。你不敢打开它。
你得如此小心,非常小心,不然它们会倒下,不然你会倒下。我不能忍受。
让我和你一起走。

这所房子,除了它死去的部分,已没有去死的意图。
它坚持和它死去的一起活着
离开它死去的部分活着
离开它死去的部分的必然活着
坚持留着它为它的死,为腐烂的床以及架子。
让我和你一起走。

此时无论我多么轻柔地走在傍晚的薄雾中,
不管是赤脚还是穿着拖鞋,
总会有些声音:一块窗玻璃咔咔作响要么一面镜子,
还可以听见一些脚步声──不是我自己的。
外面,在街上,这些脚步声也许听不见──
据说,悔改是穿木鞋的──
如果你照这面镜子或那面镜子,
在灰尘和咔咔的响声后面,
你会洞悉你的脸更加黑暗和破碎,
你的脸,虽然你认为你生活的全部是去保持它的干净和完整。

水杯的边缘在月光下发着微光
像环形的剃刀──我怎能将它放到我的嘴唇?
无论我多么渴,我怎么放它?你明白吗?
我还沉浸在比喻的情绪中──至少它仍然留在我这里,
使我安心地认为我的才智还没用丧失。
让我和你一起走。

有时,傍晚降临,我有这样的感觉,
驯熊人带着他笨重的老雌熊经过窗外,
牠的皮毛盖满荆棘,
拖起邻街的尘土
一种焚香似的黄昏尘埃,如荒凉的烟云;
回家晚餐的孩童们不被允许再次出门,
尽管在墙后面他们仍然惦记着这头老熊沉重的步伐,
疲惫的熊在牠独居的智慧中穿行,不知去哪,不知为何──
牠长得沉重,再也不能用牠的后腿跳舞了,
不能戴着花边帽子去逗乐孩子们,懒汉和胡搅蛮缠的人,
牠能做的一切就是躺在地上
让人们踩踏牠的肚子,如此进行牠最后的游戏,
显示牠可怕的放弃的力量,
和牠对别人的兴趣、 对箍住她拱嘴的环套、对牠牙齿控制的漠不关心,
牠的对痛苦和生活的漠不关心
带着与死亡确信的共谋──甚至是缓慢的死亡──
牠最终的对死亡的漠然因为继续生活和认知生活
那些行动和认知超越了牠的奴役。

但是怎样能把这场游戏做到最后?
熊再次爬了起来继续进行
顺服于牠的拴脖带、牠的箍嘴环套、牠的牙齿,
用撕裂的嘴唇向美丽天真的孩童扔来分币微笑
(美丽正是因为天真)
并说谢谢你。因为熊到老
唯一学到的只是:谢谢你;谢谢你。
让我和你一起走。

这所房子让我窒息。尤其厨房
像海底。悬吊的咖啡杯隐约闪现
像不可能之鱼圆而大的眼睛,
餐具缓慢起伏如水母,
海藻和贝壳附着在我的头发里──之后我可以把它们拽下,
我不能再次回到水面,
盘子从我的手上默默地滑落──我沉下
看见我呼出的泡沫上升,上升,
看着它们我试图变换自己方向,
我在想,要是有人碰巧在上面看见这些泡沫会说什么──
也许有人溺水,或潜水员在探测海底?

事实上我已经不止一次地在那里,在溺水的深处发现
海难沉船的珊瑚、珍珠和财宝,
始料未及的遭遇,过去、现在、以及将来,
几乎永恒的确认,
呼吸的轮换,不朽的微笑,如人们所说,
一种幸福,陶醉,灵感甚至,
珊瑚、珍珠和蓝宝石;
只有我不知道如何去给予他们──不,我确实给了他们,
只有我不知道他们是否收到──可是仍然,我给了他们。
让我和你一起走。

等一会儿,让我带上我的外套。
在这种多变的天气下,我必须小心。
傍晚潮湿,是不是月亮
对你而言好像加重了寒冷?
让我把你的衬衣扣好──你的胸膛多么强壮!
──月亮多么强壮...我是说扶椅...当我把杯子从桌上拿开
一个寂静的洞被剩在下面。我马上用手掌盖住
免得看穿它。我把杯子放回它的原位;
月亮就是世界头盖骨上的一个洞──别往里看,
它的磁场会把你吸进去──别看,千万别看,
听我的──你会掉进去的。这种轻佻、
美丽、虚空──你会掉进去的──
月亮是大理石的井,
阴影和无声的翅膀搅动,神秘的表述──你听见了吗?

向深处,深处是跌落,
深处,深处是攀升,
空气的雕像绊在它向外伸展的翅膀中,
深处,深处是不为所动的沉默之仁──
战栗的光照在海滨对岸如同你晃动在自己的波浪中,
海洋的呼吸,晕眩是美丽
和轻飘──小心,你会倒下。别看着我,
对于我,我的职责就是摇晃──这壮丽的晕眩。因此每个傍晚
我都有些微的头疼,有些昏昏欲睡。

我经常溜出去到街对面的药店买几片阿司匹林,
但有时我太累了就呆在这里忍受着头疼
听墙内的水管发出空洞的声音,
要么喝点咖啡而且,总是心不在焉,
忘了,我倒了两杯──谁会喝这另一杯?
真有趣;我把它放到窗前让它冷掉
要么经常把两杯都喝了,盯着窗外药店的绿灯罩,
像一盏放行无声列车的绿色信号灯,将我带走
和我的手帕一起,我侧歪的鞋子、我的黑色钱包、我的诗篇,
根本没有行李──那会有何用?
让我和你一起走。

哦,你要动身走吗?晚安。不,我不去。晚安。
我要自己出去一会儿。谢谢你。因为最终我必须
走出这所破败的房子。
我必须看看这座城市──不,不,不是月亮──
这座带着它无情僵硬之手的城市,为了挣钱工作的城市,
以生计和它的武力发誓的城市,
把我们大家扛在它的背上的城市
带着我们的琐碎、卑微,罪过,和憎恨,
我们的野心,我们的无知和我们的老迈。
我需要听到城市伟大的步伐,
而不再听你的脚步
也不是神的脚步,甚至不是我自己的脚步。晚安。


(月亮慢慢变暗。看上去像是云藏起了月亮。就在这时,好像有人把收音机调到了下一格,一段极为熟悉的音乐响起。我这时意识到整个场景非常轻柔地伴着刚刚开始的“月光奏鸣曲”。带着一种释放的感觉,年轻男子现在必须走下坡去,他精细雕琢的嘴唇挂着一丝讽刺的,也许是同情的微笑。正因为他抵达了圣尼古拉斯教堂——在他走下大理石台阶之前——他会笑,大声地,无法控制地笑。月光下他的笑声听上去绝不会不体面。也许不体面正是不体面并不存在。很快男子会陷入沉思,变得严肃,说:“时代的衰败”。这样,再一次彻底冷静下来,他会再次解开衬衣继续他自己的方式。作为黑衣女,我不知道她是否最终走出这所房子。月亮又一次闪闪发光。屋子的角落里阴影带着悔恨越来越重,接近发狂,并非因为生活,更多是因为琐碎无用的忏悔。你听到了吗?收音机还在播放):

1956年6月,雅典
[1] Quadro della Pinacoteca statale bavarese a Monaco / Bayerische Staatsgemäldesammlungen
Paul Kleee: “Kunst gibt nicht das Sichtbare wieder, sondern Kunst macht sichtbar” / L'arte non riproduce ciò che è visibile, ma rende visibile.


Pagina della canzone con tutte le versioni

Pagina principale CCG


hosted by inventati.org