Πόσο νωρίς φεύγει το φως απ’ τη ζωή μας
Katerina Gogou / Κατερίνα ΓώγουOriginale | Version française — LA LUMIÈRE DÉLAISSE VITE NOS VIES — Marco ... |
ΠΌΣΟ ΝΩΡΊΣ ΦΕΎΓΕΙ ΤΟ ΦΩΣ ΑΠ’ ΤΗ ΖΩΉ ΜΑΣ | LA LUMIÈRE DÉLAISSE VITE NOS VIES |
Πόσο νωρίς φεύγει το φως απ’ τη ζωή μας αδερφέ μου... Μέσα απ’ τ’ αλλεργικά μας βλέφαρα αργά στα νύχια πατάει η ζωή μπας και την πάρουμε πρέφα μακραίνει χάνεται... κοίτα έγινε κουκίδα στρίβει γωνία... πάει... Σκοτεινιάααα!! Αρνητικά φωτογραφίας κοιτάω και είναι λέει άνθρωποι κόκκινα φωτιά τα μάτια τους παγιδευμένων λύκων νύχια δανεικά – πως τους κατάντησαν έτσι – ξένες μασέλες βδέλλες κολλάνε στο λαρύγγι μας τραβάνε τα κουμπιά μας μπας και τη βγάλουνε λιγάκι ακόμα. Είναι εκείνοι του τραίνου – τους θυμάμαι καλά – που όταν κανονίσαμε το πρώτο μας όνειρο να πάμε εκδρομή μας πέταξαν στις τεντωμένες ράγες του ηλεκτρικού σαν άδεια σακιά σ’ αφύλαχτη διάβαση για υπερβάλον βάρος. Όσοι «ζήσαμε» γραμμένο με εισαγωγικά χιλιάδες κάνες κεντράρουνε πάνω μας απ’ την ταράτσα του ΟΤΕ κρύο κρύο και μελό με το μακό μας φανελάκι κάνουμε τάχα πως έχουμε παλτό κι ένα – είδες – όλοι μας τόχουμε – βυσινιό νεύρο κάτω απ’ το μάτι μας βαράει ακόμα. Πόσο ακριβή είν’ αδερφέ μου η ζωή πόσο φτηνήνανε τα είδη κουράγιο ρε. Μερικές φορές – μα δεν το βάζω κάτω – έρχονται τούμπα τα αντικαταθλιπτικά και γέρνει η παλάτζα δεν έχει άλλο μπρος σκύβω τότε και παίρνω στα δόντια μου το ματωμένο μου μυαλό και πάω πίσω πίσω γυρίζω πίσω να σωθώ κι ύστερα δε βρίσκω το δρόμο γιατί και κει είναι σκατά – σαν να μην τόξερα – παντού σπασμένες σιδεριές και θραύσματα οβίδας τρομάζω τα χάνω με το παραμικρό δεν έχω που να πάω μονάχα η πόρτα της ΥΠΕΡΑΓΟΡΑΣ είν’ ανοιχτή και χώνομαι μέσα κοιτάω σαν αρπαχτικό που πάνε τα λεφτά και την αξία χρήσης Ντελίριουμ Τρέμενς το λεν’ αυτοί ΕΓΩ ΘΕΛΩ ΝΑ ΚΛΕΨΩ Βάζω τότε μπροστά όλα τα στερεοφωνικά να παίζουν μαζεμένα κάθε μάρκα κι άλλο σκοπό και τα μεγάφωνα στο φουλ να σπάσουνε τ’ αφτιά τους κι ύστερα μ’ ένα Σίγγερ ψαλιδάκι καλό κόβω γύρω γύρω το στόμα τους το μεγαλώνω κολλάω κει πάνω την ψυχή μου φιλί του θανάτου και μέσα τους αδειάζω τα ψυχοφάρμακα τα φαρμακεία τους και τους φαρμακοποιούς τους μαζί Θάνατος στο Βυζάντιο σιχτίρ οι δυναστείες το διάφραγμα της φίλης μου τις ειρηνικές επεμβάσεις οι πουλημένες τραβηχτικές Kodak και Γ. Σταύρου να πάνε να πεθάνουν Θάνατος στους Αθάνατους μαύρες σημαίες και κόκκινο το φως ανοίγει – Θ’ ΑΝΟΙΞΕΙ – ο δρόμος το στόμα τα μάτια η καρδιά και το μυαλό. Έτσι να κάνουμε θα πέσει η πόρτα. Κι η μηχανή με το αρχαίο φιλμ. Μη. Μη συνέχεια οι άνθρωποι μαύρα αρνητικά και μεις ΚΑΜΕΝΟΙ ΗΛΙΟΙ. | Comme la lumière délaisse vite nos vies, mon frère… À travers nos paupières allergiques, La vie marche lentement sur nos ongles Autant qu’on y adhère. Elle s’efface… Ombre au coin de la rue. Disparue. Les ténèbres ! Une photo négative, les gens Yeux rouges de loups piégés, Aux prothèses étrangères — des crocs empruntés, Les sangsues s’enfoncent dans nos gorges et sucent nos acnés Pour s’en tirer un peu plus longtemps. Ce sont ceux du train, je m’en souviens bien, Qui, à notre premier rêve de partir au loin, Nous ont jetés sur les rails électrifiés. Sacs vides sur un passage non surveillé Comme un poids en trop chargé. Ceux qui ont : “vécu” — entre guillemets, Avec mille fusils nous tiennent en respect De la terrasse de la compagnie du téléphone. Dans nos chemises de coton, froides et moites, Nous faisons comme si nous avions une capote Et voyez, à nous tous une barre violette Bat encore sous nos paupières. Comme la vie est chère, mon frère La qualité baisse, et le courage se dérobe, Plusieurs fois — mais jamais n’abandonne. Il y a les antidépresseurs, et par chance, Penche la balance. Il n’y a plus rien d’autre devant. Je m’incline et je serre mes dents. Je retourne en arrière, l’esprit sanglant Je retourne en arrière pour me sauver Et je ne sais où aller. C’est la merde là aussi — comme on sait - Partout des fers tordus et des trous d’obus J’ai peur, je m’embrouille, je suis perdu. Voici la porte ouverte du supermarché Et j’entre sans hésiter J’ai l’air d’un prédateur cherchant où est l’argent. Et à trouver ce que je peux utiliser. « Delirium Tremens », « Je veux voler »… Je rassemble les chaînes stéréo et j’entends Des airs différents pour chaque appareil Et la sono à fond à trouer les oreilles. Avec une paire de ciseaux Singer, ensuite, Je découpe et j’agrandis leurs bouches. J’y colle le baiser de la mort glaireux Et en elles, je vide les psychotropes, Les pharmacies et les pharmaciens avec eux. Mort à Byzance aux putains de dynasties, Aux interventions pacifiques, au diaphragme de mon amie, Les tirages Kodak vendus et C. Stavrou S’en est allé mourir où ? Mort aux Immortels Drapeaux noirs et ouvrir les feux rouges — OUVRIR — la route, la bouche, Les yeux, le cœur et la cervelle. Ça ferait tomber la porte Et le vieux film, pareil. Non. Non, ne le faites pas, ne faites pas des hommes Des négatifs noirs et de nous, des soleils. |