Lingua   

Tο μακρύ ζεϊμπέκικο για τον Nίκο Κοεμτζή

Dionysis Savvopoulos / Διονύσης Σαββόπουλος
Pagina della canzone con tutte le versioni


OriginaleTraduzzioni siciliana / Σικελική μετάφραση / Traduzione sicil...
TΟ ΜΑΚΡΎ ΖΕΪΜΠΈΚΙΚΟ ΓΙΑ ΤΟΝ NΊΚΟ ΚΟΕΜΤΖΉ

Λοιπόν μολύβι και χαρτί, η απόγνωση άνοιξε λαγούμι.
Στοές που χώθηκαν με λάμψεις μαχαιριού σε ποιο στενό κελί;
Ψηλά με πέπλα αίματος, χλιμίντριζε η Σελήνη
-Δεν έχει ελπίδα, ελευθερία δεν ζητά, αλλά δικαιοσύνη-

Γεννήθηκε σ' ένα λασπότοπο, κοντά στην Κατερίνη.
Σκιές με λάμπες θυέλλης που γλιστρούν στου Άδη το πανί.
Ο Νίκος ήταν ο πρωτότοκος, τον άλλον λέγαν Δημοσθένη...
Βουβός δεσμός, εικόνα παιδική, σε άλλο χρόνο αναφλεγμένη.

Ο γέρος του είχε κρυψώνα το βουνό απ' το σαράντα πέντε
κι οι χωρικοί απ' τον φόβο των αρχών μακραίναν κι απ' τον γιο.
Κι αυτός τους έβλεπε στρωμένους στην δουλειά και μέσα του άναβε η μανία
του στριμωγμένου ανάμεσα στο πλήθος και την αστυνομία.

Ώσπου μια μέρα χωρίς αποσκευή, τσουλώντας της τρύπας του την ρόδα
κυλάει απ' την Μακεδονία ως εδώ, κι ακόμα που θα βγει;
Θα φεύγει πάντα για το άστρο που δεν φτάνει καμιά αστυνομία,
για τους φυγάδες αυτός ο ουρανός είν' η παρανομία.

Νίκο, αγγίζω το στοιχειό σας
Νίκο, μες τον υπόκοσμο της γλώσσας

Δυο καταδίκες, έξι χρόνια για κλοπή, τον είδα όταν βγήκε.
Κρατούσε πλέον μιαν απόσταση απ' την τρέλα, όχι για να σωθεί,
αλλά για να την σώσει, αν μ’ εννοείς· να, λόγου χάρη, ήθελε γάμο
και τότε τού 'παν «έλα σε μας για να προδώνεις». Δεν δέχθηκε στιγμή!

Κι απ' την βαθειά των υπογείων τους την λύσσα, κατέφυγε στην επαρχία,
μα όπου κι αν πήγε, το σήμα είχε σταλεί, στην Σαλονίκη τον τσακίσαν.
Σχεδόν τρεκλίζοντας ξανάρθε στην Αθήνα, και τότε πιάσαν την μνηστή του·
της είπαν λόγια, βοηθήσαν κι γονείς, ώσπου διέκοψε μαζί του.

Κι ωστόσο ζούσε τελείως σοβαρός, υπνοβατώντας σ' ένα κράτος
που θριαμβεύει με μιαν ατέλειωτη στριγκλιά -διαφυγή καμιά-
κρατώντας μόνο μια κρυφήν αναπνοή, των μπουζουξίδικων το γκέτο,
βαθιά εικόνα, που η έκσταση εκεί ακόμα λειτουργεί.
«Ν' ακούω,» έλεγε, «τα λόγια, την φωνή, και τ' αδελφάκι μου υψωμένο
να το κοιτάω στον χορό του μοναχό, και κάτι να παθαίνω»

Νίκο, σκυλάδικο Σαββάτο
Νίκο, σπασίματα γεμάτο

«Παραγγελιά», και περιμέναν καθισμένοι, και τα ηχεία το αναγγείλαν
κι όλα τα όργανα συλλάβαν το σκοπό για το χορό του Δημοσθένη.
Καθώς ανέβαινε, η πίστα ήταν γεμάτη, ακούστηκε να ουρλιάζει:
«Παραγγελιά!» γιατί το είδε το κακό με δρασκελιές να πλησιάζει.

Η πίστα άδειασε, μονάχα δυο αστυνόμοι, χορεύαν, γυρνώντας του την πλάτη.
Τότε τους έσπρωξε ο μικρός με μια στριγκλιά, «Δικό μου το κομμάτι!»
Τον ρίξαν κάτω σε γυαλιά κομματιασμένα, ξεφώνιζε όπως τον εσέρναν.
Σαν ένα φιλμ ιλιγγιώδες η ζωή τους, του Νίκου έκαψε τα φρένα.

Έξω απ' την τρέλα δεν είχε κάτι να πιαστεί, γιατί του το 'χαν διαλύσει.
Κατρακυλάει στον προβολέα των σκοταδιών του, στην φρικαλέα ατραξιόν του
με τόση βία που είναι αδύνατον να πω, τι έγινε εκεί κάτου.
Το δράμα όλο συντελέστηκε θαρρώ, στον χώρο του αοράτου.

Στον εαυτό του είπε «Νίκο, συγκρατήσου» τραβώντας κιόλας το λεπίδι.
Τον πρώτο που την έφαγε τον είδαν με μια ταυτότητα να σκύβει.
Σφαχτήκαν τρεις, μαχαίρωσε άλλους έξι, φωνές: «Ανοίχτε, θα μας σφάξουν!»
Τραβώντας έξω τον μικρό παραμιλούσε: «Εσένα δεν θα σε πειράξουν…»

Νίκο, σόι αλλοπαρμένο
Νίκο, τι έχεις καμωμένο

Μετά κατέφυγε στο σπίτι ενός γνωστού, μα ένιωσε ότι θα τον δώσουν
«Θα φύγω,» είπε, «με μια βάρκα ν' ανοιχτώ, φουρτούνες να με πνίξουν.
Να τρελαθούνε, που Νίκο να γυρεύουν, και Νίκο να μην βρίσκουν!»
Μα όπως βγήκε τους είδε σαν βαλέδες, ο ένας με τις χειροπέδες.

Τον εκυκλώσαν, βγαίναν απ’ τα γύρω μέρη, κρεμόταν η ζωή του
από ένα νήμα που δεν θα 'δινε σ' αυτούς, και πέταξε μαχαίρι.
Να αναγκαστούν να τον σκοτώσουν οι αστυνόμοι, μα εκείνοι τού 'ριχναν στα πόδια.
Σερνόταν κι έβριζε ώσπου ένας ταβερνιάρης, του 'δωσε μια με ένα καδρόνι...

Η δίκη του έγινε τον άγριο Νοέμβρη, το ένιωθε άραγε κι εκείνος;
Ο Τύπος πάντως τον πρόβαλε ανοιχτά σαν αιμοβόρο κτήνος.
Τα ίδια λέγαν και πολλοί προοδευτικοί· παράξενο δεν ήταν:
η σύμβασή τους διαισθάνθηκε σ' αυτόν, μιαν άλλη απειλή.

Το 'παν επίσης λαϊκοί ένα σωρό, στον συνεργάτη ενός εντύπου,
μα ο Μπιθικώτσης τον διώχνει και του λέει: «Πού να σου εξηγώ…»
Δεν είχε μάρτυρες εκτός τ' αφεντικό και τη νοικοκυρά του.
Οι δικηγόροι λέγαν ανώμαλη ψυχή, κοιτάξτε τα χαρτιά του.

Νίκο, χωριό συσκοτισμένο
Νίκο, ποιοι σ' έχουν κυκλωμένο;

Ο ίδιος ξέγραψε απ' αρχής τον εαυτό του, το είπε: «Πρέπει να πεθάνω!»
Μπήκε στον κόπο δηλαδή των δικαστών, μα αυτοί δεν μπήκαν στον δικό του.
Καθώς διηγόταν την ζωή του [σε κουφούς], θαρρούσα δεν θ' αντέξω.
[Το δικαστήριο λειτουργούσε μέσα εκεί, μα η δικαιοσύνη ήταν απ' έξω.]

Στα γράμματά του από την φυλακή, ο βίος δεν διαφέρει·
ασφυκτιούσε σαν ζώο μυθικό, εδώ όσο κι εκεί.
Μην είναι τάχα ένα ρίγος παραπέρα, που δείχνει απόσταση απ’ το δράμα
και μεταφέρει σαν ιπτάμενο ένα θαύμα, της δικαιοσύνης την γαλέρα;

Η τέχνη μου έζησε παράξενες στιγμές, και από δίκιο ξέρει.
Τα κίνητρά του δεν ήταν ταπεινά, τον βλέπω σε αργές στροφές
σαν μια Θεότητα που λύει τον πανικό της και διαστέλλεται ξεσπώντας
στ' ανυποψίαστα μπουλούκια του γλεντιού, που βιάζουν το άσυλό της.

Η ουρά που αυξαίνει φτύνοντάς τον ας λυσσάει, με τον ζουρλομανδύα
και με τα ηλεκτροσόκ να τον κλονίσει, θα λάβει ότι της αξίζει
στους λαβυρίνθους του εφιάλτη οδηγημένη, αιώνια, δίχως σωτηρία,
στην τακτική δουλεία του δικαστή, που δεν καταλαβαίνει.

Νίκο, ποτέ δεν θα 'ναι έτσι.
Νίκο, είν' η αρρώστια που μας σώζει
καθώς σε φέρνει πιο μακριά κι απ' το κελί σου,
Νίκο, στον ουρανό της μουσικής σου.
ZIBECHICU LONGU PPI NICÒ CHEMZIS

Annunca, carta e labbis; a dispiraziunazza si grapiu un caforchiu,
pirtusa scavati nte na cella nica a bott’i cuteḍḍu.
Susu , trapaniata i sangu, a luna faciva gabbu.
Spiranza nenti, un circa libbirtà, giustizzia voli.

Nascìu ‘ntra viḍḍi e vaḍḍi cajordi i Caterini,
ummira e lumi arsoliu ca sfilicchianu nto mantu dû nfernu.
Nicò jera u ranni, Dimostini si chiamava u secunnu,
lazzu senza scrusciu, ritrattu arsu di carusi di na vota

So patri s’ammucciò nte muntagni dô ’45; e i paisani
scantannusi di chiḍḍi ca cuntanu stavanu arrassu macari dô figghiu.
Iḍḍu i videva c’avevanu a testa ô travagghiu,ci sbummicava
A raggia di cu je ‘nchiangulatu trâ i genti e i sbirri.

Affina ca ‘n jornu senza bagagghi furriò a chiavi nta basana
e appizzò a movirisi dâ Macidonia nzina cca e sapiḍḍu unni;
Si cataminava ppi na stiḍḍa unn’ i sbirri un putevanu jcari,
Ppî chiḍḍi sbannuti stu cielu je l’amparo

Nicò, pozzu tuccari a to malummira
Nicò, nta fezza dâ linga

T’attapanciaru du voti, se’ anni ppi larrunaria; u vitti cuannu nisciu
si tineva arrassu dâ pazzia non ppi sarvarisi
ma ppi sarvari a pazzia, mi capisti? pri veru vuleva spusarisi,
E annunca cuannu ci dissiru: “Veni a farici a spia”, iḍḍu si negò e finiu.

E di ḍḍi catoja nivura e arraggiati si ni fuiu vuschi vuschi
ma unni iva iva a passata era canusciuta. A Saloniccu tiritinghi e tiritanghi,
e trabballiannu si ni turnò Atini; allura accrastaru a so zita,
si misiru a cuntari, puru patri e matri ci misiru u carricu, e iḍḍa u lassò.

Però iḍḍu era bona cunnutta comu unu ca camina ‘nsunnatu
banniannu e abbanniannu nto triunfu: “‘N ci nné arriparu”.
C’aviva un sulu arrinfriscu strittu: a judeca dê lucal’i buzuki
post’i chiummu unni ancora po jiri ‘n visibbiliu.
“Vogghiu sentiri”, diceva, “i palori, a vuci e me frati ca si susi,
u vogghiu taliari mentri c’abballa sulu, accapitassi corchi cosa ca m’attigghia l’arma“.

Nicò, sabbat’un postu ppi caniperri,
Nicò, chinu i piatta rutti

“Na dumanna” e tutti assittati c’aspittavanu; l’artoparlanti l’abbanniaru
e tutti li strumenta s’accurdaru pp’u ball’i Dimostini.
Comu si susì a pista era china china; sinteru ca jittava vuci:
“Chista je na dumanna!” vitti u mali ca si ‘ncugnav’a passu lestu.
A pista si sbacantò; sulu du sbirri abballavanu i spaḍḍi vutati
e allura u carusu l’ammuttò gridannu: “U miu je stu ballu!”
Iḍḍi u jittaru ‘nterra ‘ncapu na sfunnacata’i piatta rutti; jittava vuci mentri u strascinavanu
a vita di iḍḍi com’un filmi a fui fui; e Nicò sdilliniò.

Livannu a fuḍḍia ‘n c’aveva cchiù nenti picchì tutti cosi c’avevanu scassatu
sutta i luci jera scurutu nivuru, scuppò na ‘mprenta orribbuli
accussì arraggiatu c’un sacciu diri cchi capitò ḍḍa.
Tuttu u fattazzu app’ammattiri nt’un munnu ‘nvisibbili

Dissiru:” Nicò, arriseri” ma ‘nto mentri nisceva u cuteḍḍu
u primu ca cciù cafuḍḍò u vittiru gnimiḍḍarisi cc’un distintivu nte la manu
tri morti ammazzati, autri sei accutiḍḍati, abbannia “Grapiti o n’ammazzanu!”
E iḍḍu purtannusi appressu u carusu barbaciava: “A tia un ti fanu nenti”.

Nicò, malacarni
Nicò, chi minchia facisti ?

S’ammucciò nt’un canuscenti, ma ci parrava u cori ca l’arrifardiavanu;
Dissi,”Mi nni fuju ccu na varca in altu mari pp’anniari ammenzu na burrasca,
ci nesciunu li ciriveḍḍi circannu a Nicò e Nicò nun l’attruvanu”.
Comu niscìu i vitti arrivari , criati precisi, unu mbazava i manitti.

U ncagghiaru di uni e gghié, a so vita jer’ appizzat’a ‘n filu
ca iḍḍu nun vuleva muḍḍari; annunca ci lampò ‘n cuteḍḍu
accussì i sbirri l’ammazzavanu; ma chiḍḍi ci spararu nte jammi,
sì strascinava e jastimiava ‘nzina ca u patruni d’un ristoranti ci cafuḍḍò ‘n tavuluni.

A causa a ficiru nte ḍḍu Nuvemmiru ca s’apprisintò sarvaggiu, cu sapi si macari iḍḍu si n’addunò;
I jurnala comu fu fu u pintaru comu n’armali abbramat’i sangu.
Intifica cosa dissiru tanti progressista:” No, un jera curiusu”.
‘Ncucchiati ‘nzirtavanu ca iḍḍu jera n’autr’amminazzu.

Intifica cosa dissiru un munzeḍḍu d’artisti ô giurnalista d’un fogghiu periodicu
Ma Biticozzi u straniò e ci dissi: “Ma cchi ti l’arraggiunu a fari?”
Un n’appi testimonia livannu u so patruni do travagghiu e a so patrun’i casa
L’avvucati dicevanu:” Je strammiatu , taliati i so carti”.

Nicò, paisi d’addurmisciuti
Nicò, cu sunu chiḍḍi ca ti stanu a giru?

Macari iḍḍu ‘nzina dû principju si crideva dispiratunazzu ; u dissi, “ aje muriri”.
‘Nsumma capì i stritti dê judici ; ma chisti un caperu i so
mentri cuntava a so vita. Dubbitu c’avissi tinutu,
ḍḍa intra facevanu a causa ma a giustizzia l’avevanu lassata fora.

Nte so littri dô carzaru, a vita un pareva diversa;
sì sintev’accupatu comu n’armali mitologgicu tantu fora quantu intra
Fussi na junta ca fa arrizzari , f’abbidiri ca lu ntricciu je luntanu
e carrìa, prodiggiu cilesti, u varcuni da giustizzia.

A me arti sprummintau stranizzi e canuscìu raggiuni e giustizzia.
I so raggiuni nun jeranu scarsi, mû figuru ô rallentaturi
com’un diu ca sbrugghia u so scantu e s’allarga, e nesci di fora, e scattìa
i fuḍḍi gnogni ca fanu burdellu e annigghianu a so dimura.

Vulissi Diu ca s’allungassi a fila di ḍḍ’ arraggiati ca ci sputanu ‘ncoḍḍu, c’ô scutulìanu
ccâ cammisa i forza e i scarrichi elettrichi; avirrannu chiḍḍu ca c’attocca,
fugattiati a baschiari senza putirici spuntari, senza speḍḍiri , senza libberazzioni,
suttamisi comu a chiḍḍi ca ô solitu dunanu giudizziu ma un ponu capiri

Nicò, un sarà ma’ i ssa manera,
Nicò, sarà a to malatia ca nni sarba
cussì comu ti libbera dâ to galera,
Nicò, a jiri u celu dâ to musica.


Pagina della canzone con tutte le versioni

Pagina principale CCG


hosted by inventati.org