Lingua   

Μιλώ

Andonis Kaloyannis / Aντώνης Καλογιάννης
Pagina della canzone con tutte le versioni


Versione italiana fatta pervenire da Thera 64. Ignoro chi ne...
ΜΙΛΏ

Μιλώ για τα τελευταία σαλπίσματα των νικημένων στρατιωτών
Για τα κουρέλια από τα γιορτινά μας φορέματα
Για τα παιδιά μας που πουλάν τσιγάρα στους διαβάτες
Μιλώ για τα λουλούδια που μαραθήκανε σους τάφους και τα σαπίζει η βροχή
Για τα σπίτια που χάσκουνε δίχως παράθυρα σαν κρανία ξεδοντιασμένα
Για τα κορίτσια που ζητιανεύουν δείχνοντας στα στήθια τις πληγές τους
Μιλώ για τις ξυπόλυτες μάνες που σέρνονται στα χαλάσματα
Για τις φλεγόμενες πόλεις τα σωριασμένα κουφάρια σους δρόμους
Τους μαστροπούς ποιητές που τρέμουνε τις νύχτες στα κατώφλια
Μιλώ για τις ατέλειωτες νύχτες όταν το φως λιγοστεύει τα ξημερώματα
Για τα φορτωμένα καμιόνια και τους βηματισμούς στις υγρές πλάκες
Για τα προαύλια των φυλακών και για το δάκρυ των μελλοθανάτων.

Μα πιο πολύ μιλώ για τους ψαράδες
Π' αφήσανε τα δίχτυα τους και πήρανε τα βήματά Του
Κι όταν Αυτός κουράστηκε αυτοί δεν ξαποστάσαν
Κι όταν Αυτός τους πρόδωσε αυτοί δεν αρνηθήκαν
Κι όταν Αυτός δοξάστηκε αυτοί στρέψαν τα μάτια
Κι οι σύντροφοι τους φτύνανε και τους σταυρώναν
Κι αυτοί, γαλήνιοι, το δρόμο παίρνουνε π' άκρη δεν έχει
Χωρίς το βλέμμα τους να σκοτεινιάσει ή να λυγίσει
Όρθιοι και μόνοι μες στη φοβερή ερημία του πλήθους.
PARLO

Parlo degli ultimi squilli di tromba
degli esrciti vinti
degli ultimi brandelli
dei nostri vestiti della festa,
dei nostri figli
che vendono sigarette per la strada.

Parlo di fiori
seccati sulle tombe
e marci per la pioggia,
di case senza finestre
sogghignanti
come cranii sdentati,
di ragazze mendicanti
che mostrano i seni e le ferite.

Parlo di madri scalze
vaganti tra le rovine
delle cirrà incendiate,
di cadaveri ammucchiati per le strade,
di poeti lenoni
che tremano di notte
sulla soglia.

Parlo di notti senza fine
quando la luce muore allo spuntar del giorno,
di camion pieni di gente
e di passi
sul fradicio selciato.

Parlo di ingressi di prigioni,
delle lacrime del condannato a morte,
ma soprattutto parlo
dei pescatori,
che, abbandonate le reti,
seguirono i suoi passi
e quando lui fu stanco
non riposarono
e quando lui tradì
non rifiutarono
e quando lui fu acclamato
distolsero lo sguardo
e quando gli amici li coprivano di sputi
e li mettevano in croce
loro sempre sereni
imboccarono la strada senza fine
e non piegarono lo sguardo
eretti e soli
nella solitudine terribile della folla.



Pagina della canzone con tutte le versioni

Pagina principale CCG


hosted by inventati.org