Originale | La versione greca dell'impareggiabile Giuseppina di Lillo [1999]
Grecia:... |
IL PESCATORE | O ΨAPAΣ |
| |
All'ombra dell'ultimo sole | Στην γλυκιά ώρα του σούρουπου |
s'era assopito un pescatore | κοιμόταν ένας ψαράς |
e aveva un solco lungo il viso | και ένα λακκάκι είχε στο πρόσωπό του |
come una specie di sorriso. | που έμοιαζε με χαμόγελο. |
| |
Venne alla spiaggia un assassino, | Απ’ τη παραλία ξαφνικά ένας δολοφόνος |
due occhi grandi da bambino, | με μάτια ολάνοιχτα σαν τα μωρά, |
due occhi enormi di paura, | δυο μάτια ολάνοιχτα με φόβο |
eran lo specchio d'un'avventura. | σαν αντανάκλαση όλης μιας περιπέτειας. |
| |
E chiese al vecchio, Dammi il pane, | Και ζήτησε απ’ τον γέρο Δώσμου ψωμί |
ho poco tempo e troppa fame, | δεν έχω χρόνο και πεινάω πολύ |
e chiese al vecchio, Dammi il vino, | και ζήτησε απ’ τον γέρο Δώσμου κρασί |
ho sete e sono un assassino. | διψάω και είμαι φονιάς. |
| |
Gli occhi dischiuse il vecchio al giorno, | Τα μάτια άνοιξε ο γέρος και την ήμερα είδε |
non si guardò neppure intorno | δεν γύρισε να κοιτάξει γύρω του |
ma versò il vino e spezzò il pane | μα κρασί έβαλε και ψωμί έδωσε |
per chi diceva, Ho sete, ho fame. | σε όποιον έλεγε ότι πεινούσε και διψούσε. |
| |
E fu il calore di un momento, | Αυτή η ζεστασιά ήταν για μια μόνο στιγμή |
poi via di nuovo verso il vento, | μετά πάλι η τρελή κούρσα προς τον άνεμο |
davanti agli occhi ancora il sole, | μπροστά στα μάτια το τελευταίο φως του ηλίου |
dietro alle spalle un pescatore. | πίσω στις πλάτες ένας ψαράς. |
| |
Dietro alle spalle un pescatore, | Πίσω στις πλάτες είναι ένας ψαράς |
e la memoria è già dolore, | στην μνήμη ένας πόνος |
è già il ricordo di un aprile | η ανάμνηση ένας Απριλίου |
giocato all'ombra d'un cortile. | που χάνεται στην σκιά σε μια αυλή. |
| |
Vennero in spiaggia due gendarmi, | Ήρθαν δυο αστυνομικούς στην παραλία |
vennero in sella con le armi | ήρθαν πάνω στα άλογά τους και με όπλα |
e chiesero al vecchio se, li' vicino, | και ρώτησαν τον γέρο εάν, από κει, |
fosse passato un assassino. | πέρασε ένας φονιάς. |
| |
Ma all'ombra dell'ultimo sole | Μα στην γλυκιά ώρα του σούρουπου |
s'era assopito un pescatore | κοιμόταν ένας ψαράς |
e aveva un solco lungo il viso | και ένα λακκάκι είχε στο πρόσωπό του |
come una specie di sorriso | που έμοιαζε με χαμόγελο |
| |
e aveva un solco lungo il viso | και ένα λακκάκι είχε στο πρόσωπό του |
come una specie di sorriso. | που έμοιαζε με χαμόγελο. |