Lingua   

Στὸν ἀδελφό μου Ὑπολοχαγὸ Γεώργιο Β. Παναγούλη

Alexandros (Alekos) Panagoulis / Αλέξανδρος (Αλέκος) Παναγούλης




Ἐσὺ στὴ σκέψη μου Ἀδελφὲ
ἀπόψε πάλι
καὶ σπέρνω στίχους
ἴσως κακότεχνους
μὰ δὲ μὲ νοιάζει
ἀφοῦ εἶναι ἀληθινοὶ
Αὐτὸ γιὰ μένα μοναχά
τώρα ἔχει σημασία

Θυμίσου Ἀδελφέ
παιδιὰ σὰν παίζαμε
μὲ ξύλινα τουφέκια
χτυπώντας τοὺς κακοὺς
ζητώντας
νὰ σπάσουμ' ἁλυσίδες
π' ἀκόμα τότε
δὲν εἴχαμε γνωρίσει

Θυμίσου πὼς τρέχαμε στοὺς κάμπους
πὼς ἀγαπούσαμε
τὰ ζῶα καὶ τὰ λουλούδια
πὼς παίζοντας
μὲ χάρτινες εἰκόνες
προσπαθούσαμε
πιὸ ὄμορφο νὰ δείξουμε τὸν κόσμο

Θυμίσου Ἀδελφέ μου
πὼς ἀγαπούσαμε τὴν θάλασσα
Ὅμοια ἡ θάλασσα μὲ τὴν ψυχὴ
(ἔτσι πιστεύαμε)
γι' αὐτὸ λατρεύαμε
τὴν ἀπεραντωσύνη της
καὶ τοὺς θυμούς της
καὶ τοῦ ἀφροῦ της τὴν ἁγνότητα
Καὶ στὶς ἀκρογιαλιὲς
ζητούσαμε τὸν Ἥλιο
ποὺ μᾶς ἀγκάλιαζε

Θὰ πίστευες ποτὲ ἀδελφὲ
πὼς γιὰ νὰ δῶ τὸν Ἥλιο τώρα
πρέπει νὰ κλείσω τὰ μάτια
Ναὶ ἀδελφέ μου
ἀνάμνησ' εἶν' ὁ ἥλιος μοναχὰ
γιὰ μένα τώρα
Ἀνάμνηση
ποὺ μὲ κλειστὰ τὰ μάτια ζωντανεύω
Τὴν ζωντανεύω δίνοντας ζωὴ
στὰ τόσα ὄνειρα ποὺ κάναμε

Προσπάθησε κι ἐσὺ Ἀδελφὲ
τὰ ὄνειρά μας πάλι νὰ τὰ δεῖς
ὅπως τὰ βλέπαμε μαζί
ἂς καυγαδίζαμε τόσο συχνὰ
γιὰ κάποιες λεπτομέρειες
Κι ἐσὺ κι ἐγὼ
εἴχαμε δίκιο
Ἔτσι ἢ ἀλλιῶς
τὸ ἴδιο ὄμορφα θὰ ἦταν
κι ἂς καυγαδίζαμε

Μὰ δὲν προσέξαμ' Ἀδελφὲ
πὼς δίπλα μας
ἐφκιάχναν ἁλυσίδες
γι' αὐτὰ τὰ ὄνειρα
Καὶ πὼς νὰ τὸ προσέξουμε;
Ἐμεῖς σκορπούσαμε ἀγάπη
κι ἀγάπη βλέπαμε παντοῦ
Ἐμεῖς ἐζούσαμε στὸ φῶς
αὐτοὶ δουλεύαν στὸ σκοτάδι

Τόσες ἀναμνήσεις Ἀδελφὲ
ποὺ κάθε μιά τους μοναχὰ
γιὰ μένα τώρα
ἀνάμνησ' εἶναι τῆς μορφῆς
ποὺ ἐσὺ εἶχες τότε
Ναὶ Ἀδελφέ μου
μορφὲς δικές σου οἱ αναμνήσεις μου
κι ἀνάμεσα τους διαφορὰ
μονάχα μία
αὐτὴ ποὺ χάραζε
ὁ χρόνος στὸ κορμί μου

Εἴμαστ' ἀδέλφια Ἀδελφὲ
ἀλλὰ καὶ φίλοι
Φίλοι καὶ ἀδέλφια
Καὶ τὴν ἀγάπη μας
μὲ λόγια ντύνοντάς την
νὰ ξεφτυλίσουμε
ποτὲ δὲν τὸ θελήσαμε
Τῆς κάθε μέρας ἡ ρουτίνα
τ' ἁπλὰ τὰ ἴδια λόγια
τὰ λόγια τὰ καθημερινὰ
οἱ ἁπλὲς κινήσεις τῆς ζωῆς
π' ἀνάγκες τὶς γεννᾶνε
κι αὐτοὶ οἱ θυμοί μας
κι ἡ σιωπὴ
μιλούσανε ξεκάθαρα γι' ἀγάπη
Ναὶ Ἀδελφὲ
τὸ νιώθαμε τόσο καλὰ αὐτὸ
μὲ τόσε σιγουριὰ
ποὺ τής ἀγάπης ἡ χαρὰ
συνήθεια εἴτανε γιὰ μᾶς

Στὸ πέρασμα τοῦ χρόνου
ἦρθε κι ἐκείνη ἡ Ἄνοιξη
γεμάτη φῶς κι ἐλπίδες
σὰν κάθε Ἄνοιξη
Ὅμως τὴν δολοφόνησαν
Προδότες, πρόστυχοι, δειλοὶ
χλωμὲς πυγολαμπίδες
τὴ θέση τοῦ Ἥλιου νόμισαν
νὰ πάρουν πὼς μποροῦν
Κι ἔσβησ' ὁ Ἥλιος ἀδελφὲ
πλάκωσε τὸ σκοτάδι
Καὶ στὸ σκοτάδι τὸ ἔγκλημα
ποιός τάχα θὰ τὸ δεῖ;
Μέσα στὸ σύννεφο ποὺ ὅλους μας ἐτύλιξε
ὁ ἕνας τὸν ἄλλο πῶς θὰ βρεῖ;
Ποιό δρόμο θὰ τραβήξουμε;
Ποιό δρόμο ἐγώ;
Ποιό δρόμο ἐσύ;
Ποῦ τάχα θὰ βρεθοῦμε;

Πολλοὶ οἱ δρόμοι
ποὺ εὐκολοπάτητα
κανεὶς περνᾶ
κι αὐτὸ τὸ ἤξερες
σὰν ἦρθ' ἡ ὥρα
π' ὅλα τὰ τύλιξε
πυκνὸ σκοτάδι
Μὰ ἐσὺ τίμιος
μόνος ἐδιάλεξες
τὴν ἀνηφόρα
τοῦ Γολγοθᾶ
Στὰ μέρη βρέθηκες
π' ἄλλοτε πάτησε
θεῖο ποδάρι
Ἐκεῖ περπάτησες
κι ἐκεῖ ἐπόνεσες
ὅπως μαθαίνω
Οἱ μάγοι σώθηκαν
τέτοιους δὲ βρῆκες
αὐτὸ τὸ ξέρω
Μὰ οὔτε βοσκοὶ
πιὰ δὲν ὑπάρχουνε
στὰ μέρη ἐκεῖνα;
Φάτνη δὲ βρῆκες
μέσα νὰ μπεῖς
νὰ ξαποστάσεις;
Ποιόν τέλος πάντων
τότε κατόρθωσες
νὰ συναντήσεις;
Αὐτὸν ποὺ λάτρευες
γιὰ λίγο κάποτε
Θεὸ νομίζοντας;
Αὐτὸν π' ἀργότερα
σὰν εἶδες ἄνθρωπο
πάλι τὸν θαύμαζες;
Αὐτὸν ποὺ θέλησε
ν' ἀλλάξει κάποτε
αὐτὸν τὸν κόσμο;
Αὐτὸν ποὺ ὑπόφερε
γιατὶ ἀρνήθηκε
πάντα τὸ μίσος;
Αὐτὸν ποὺ πρόδωσαν
αὐτοὶ π' ἀγάπησε
καὶ τὸν σταυρῶσαν;
Αὐτὸν ποὺ θἄτρεχες
ἐσὺ σὰν Σίμωνας
νὰ τὸν βοηθήσεις;
Αὐτὸν συνάντησες
ἢ τάχ' αὐτοὺς ποὺ τὸν σταυρῶσαν;
Ξέρω Ἀδελγὲ
μὴν ἀπαντᾶς
Ἀρκεῖ γι' ἀπάντηση
τώρα ἡ σιωπὴ
Γιὰ τιμωρία φτάνει
παντοτινὴ ντροπὴ
Ντροπὴ ποὺ δέχτηκαν
ἐσένα νὰ προσφέρουνε
στοὺς δήμιους Δῶρο

Μνῆμες τοῦ Ἄουσβιτς
καὶ τοῦ Νταχάου
Μορφὲς Ἑβραίων
ποὺ σιγολυώνατε
μέσα στὸ φόβο
ἐσᾶς ποὺ κλάψαμε
τόσοι ἀνθρῶποι
σ' ὅλο τὸν κόσμο
καὶ ποὺ τὰ δάκρυα
σᾶς ξαναδώσανε
πάλι πατρίδα
Ντραπεῖτε τώρα
κάποια παιδιά σας
δὲν εἶναι ἄξια
νἄχουν πατρίδα

Ὅσοι ἀμφιβάλλουν
νὰ ζοῦσαν θἄπρεπε
κάποιες στιγμὲς
ποὺ οἱ δήμιοι πίστεψαν
πὼς εἶχε φτάσει
σ' αὐτοὺς τὸ Δῶρο
Τότε θὰ βλέπαν
ἀναστημένα
πάλι τὰ Ἒς – Ἒς
καὶ βρυκολάκων
χορὸ στημένο
γύρω στὸ Θύμα

Ἀκόμα Ἀδελφέ μου
σ' αὐτόν τὸν Ἀγώνα
π' ἀρχίσαμε τότε
τὸ μαῦρο σκοτάδι
μ' αἷμα ζητᾶμε
νὰ κάνουμε φῶς
ὁ Ἥλιος νὰ λάμψει
παρήγορα πάλι
ν' ἀνθίσουν λουλούδια
στὴ Γῆ μας ξανὰ
πρὶν φτάσει ὁ πόνος
κι ὅσους μπόρεσαν
νἄχουν ἀκόμα
τὰ μάτια στεγνὰ

Μὰ ἡ μοῖρα αὐτῶν
ποὺ ὅλο ζητᾶνε
πι' ὄμορφους κόσμους
ἴδια θὰ μείνει Ἀδελφὲ
Τ' ἀστέρευτο δάκρυ
ποὺ πάντα στὰ μάτια
αὐτῶν ἀναβρύζει
σὰν βάλσαμο στάζει
σ' ἄλλων πληγὲς
Αὐτὴ κι ἡ μοῖρα σου Ἀδελφὲ

Αὐτὴ κι ἡ μοῖρα μας
καὶ δὲν τὴν βλαστημᾶμε
Αὐτὴ ἡ μοῖρα μας
κι ἐμεῖς τὴν ἀγαπᾶμε

Γράφτηκε Νοέμβρη τοῦ 1971 στὴν ἀπομόνωση στὸ Μπογιάτι. Ἀπὸ τὸν Νοέμβρη τοῦ 1967 εἶναι ἀγνοούμενος ὁ ἀδελφός μου, ὑπολοχαγὸς τοῦ Ἑλληνικοῦ Στρατοῦ, Γεώργιος Παναγούλης. Μετὰ τὸ πραξικόπημα τὸ 1967 τὸν καταζητοῦσε ἡ Χούντα γιατὶ λιποτάχτησε ἀρνούμενος νὰ ὑπηρετήσει μιὰ Δικτατορία. Προσχώρησε ἀμέσως στὴν “Ἑλληνικὴ Ἀντίσταση”.
Χρειάστηκε νὰ βγεῖ στὸ ἐξωτερικὸ γιὰ λόγους ὀργανωτικούς. Πέρασε κολυμβώντας τὸν ποταμὸ Ἕβρο καὶ βρέθηκε στὴν Τουρκία. Στὴ συνέχεια πέρασε κρυφὰ τὰ σύνορα Τουρκίας-Συρίας. Στὴ Δαμασκὸ τὸν συνέλαβε ἡ Συριακὴ Ἀστυνομία γιατὶ δὲν εἶχε διαβατήριο, ὅταν τοῦ ζητήθηκε σὲ κάποιον ἔλεγχο. Ἀπέδρασε ἀπὸ τὰ κρατητήρια τῆς Ἀστυνομίας τῆς Δαμασκοῦ καὶ πέρασε στὸ Ἰσραὴλ μὲ σκοπὸ νὰ ταξιδέψει ἀπὸ τὴ Χάϊφα γιὰ τὴν Ἰταλία μὲ ἕνα ἑλληνικὸ καράβι. Στὴ Χάϊφα τὸν συνέλαβαν οἱ Ἰσραηλῖτες καὶ τὸν παραδώσανε στὴ Χούντα. Ἐνώ τὸν μετεφέρανε στὸν Πειραιὰ μὲ τὸ ὑπερωκεάνειο “Ἄννα-Μαρία” διέρρεξε τὸ φινιστρίνι τῆς καμπίνας καὶ ὅταν τὸ ὑπερωκεάνειο πλησίαζε στὸν Πειραιὰ ρίχτηκε στὴ θάλασσα. Ἡ ἀπόδραση του ἔγινε ἀντιληπτὴ μετὰ ἀπὸ ἀρκετὴ ὥρα. Κινητοποιήθηκε ὁλόκληρος ὁ μηχανισμὸς τῆς Χούντας γιὰ τὴν ἀνεύρεσή του. Χωρὶς κανένα ἀποτέλεσμα ὅμως. Σημειωτέον ὅτι τὸ Ἰσραὴλ τὸν παρέδωσε χωρὶς καμιὰ δίκη στοὺς φασίστες συνταγματάρχες τῆς Ἀθήνας. Ἀκόμα πρέπει νὰ σημειώσω ὅτι ἡ Ἑλλάδα δὲν διατηρεῖ διπλωματικὲς σχέσεις μὲ τὸ Ἰσραήλ. Δὲν τὸ ἔχει ἀναγνωρίσει ἀκόμα !!!...



Pagina principale CCG

Segnalate eventuali errori nei testi o nei commenti a antiwarsongs@gmail.com




hosted by inventati.org