Lingua   





Στὴ Φίλη μου Ὀριάνα Φαλάτσι

Ταξίδι σ' ἄγνωστα νερὰ μὲ ἕνα καράβι
ποὺ ἑκατομμύρια ὅμοια του γυρνοῦν
σ' ὠκεανοὺς καὶ θάλασσες
τὰ ταχτικὰ τους γιὰ νὰ κάνουν δρομολόγια
Καί ἄλλα πάλι
(πολλὰ, πάρα πολλὰ κι αὐτὰ)
βρίσκονται σὲ λιμάνια ἀραγμένα

Χρόνια τὸ φόρτωνα ἐτοῦτο τὸ καράβι
μ' ὅ,τι μοῦ δίναν
ποὺ τὄπαιρνα μ' ἀνείπωτη χαρὰ
Ἀκόμα
(σὰν καὶ τώρα τὸ θυμᾶμαι)
τὄβαφαν μὲ φανταχτερὲς μπογιὲς
κι ἐγὼ κοιτοῦσα
μὴν τύχει καὶ λεκιάσει πουθενὰ
Τὄθελα ὄμορφο γιὰ τὸ ταξίδι
κι ἀφοῦ περίμενα καιρὸ, πολὺ καιρὸ
ἦρθ' ἐπὶ τέλους ἡ ὥρα νὰ σαλπάρω
καὶ σάλπαρα...

(Καράβι ἐγὼ καὶ καπετάνιος
καὶ τσοῦρμο γιὰ νὰ βρεῖς
κομμάτιασέ με
φροντίζοντας, νὰ μὴ ματώσει τὸ κορμὶ)

Στὶς ἀνοιχτὲς τὶς θάλασσες σὰν βρέθηκα
θεόρατα τὰ κύματα μ' ἀρπάξαν
καὶ μὲ ταλάνησαν πολὺ γιὰ νὰ μοῦ δείξουν
πικρὲς ἀλήθειες ποὺ δὲν ἤξερα
Ἀλήθειες ποὺ ἔπρεπε νὰ μάθω
Στὴν ἀγκαλιὰ τ' ὠκεανοῦ ἡ μοναξιὰ
παράξενα πολύβοη καὶ θυμωμένη
στὴ σκέψη μου ἔγινε ὁδηγὸς
καινούργια δείχνοντάς μου μονοπάτια

Ὅσο περνοῦσε ὁ καιρὸς
ἄρχισα νὰ χαράζω τὴν πορεία
ὄχι ὅπως μ' ἔμαθαν σὰν ἤμουν στὸ λιμάνι
καὶ τὸ καράβι μου
ἀλλιώτικο μοῦ φάνηκε κι αὐτὸ
Καὶ τὸ ταξίδι μου
ἀλλιῶς τὸ βλέπω τώρα
χωρίς νὰ σκέφτωμαι λιμάνια καὶ ἐμπόρους
Παραπανίσιες ἄγκυρες μοῦ ἐφάνη τὸ φορτίο
Καὶ συνέχισα νὰ ταξιδεύω
ξέροντας πιὰ τί ἀξίζει τὸ καράβι
ξέροντας, τί ἀξίζει τὸ ἐμπόρευμα...

Καὶ συνεχίζω ἀκόμα τὸ ταξίδι
ἂς τρίζουν ἀσταμάτητα οἱ ἁρμοὶ
ἐλπίζοντας τὸ πλοῖο πὼς θ' ἀντέξει
καὶ εἶναι
τὰ ξύλα σαπισμέν' ἀπὸ τὰ χρόνια
(αἰῶνες θἄπρεπε νὰ πῶ)
φρεσκοβαμμένα ἴσως μὰ χωρὶς
καινούργια δύναμη νὰ δίνουν στὸ καράβι
ἡ ρότα πάντα κόντρα στὸν καιρὸ
σαβούρα μοναχὰ μέσα στ' ἀμπάρι
Σαβούρα ποὺ μᾶς εἴπανε πὼς ἦταν
ἐμπόρευμα πολύτιμο ἀπ' αὐτὸ
ποὺ πάντα στὰ λιμάνια τ' ἀγοράζουν
Μὰ ψέματα πὼς εἴπανε ἂν πῶ
ἄδικο θά 'ναι
ἀφοῦ ἡ πυξίδα
ποὺ ἀδιάκοπα κοιτάζω
κι ὁ χάρτης δίπλα
π' ἀπάνω του χαράζω τὴν πορεία
ἀλάργα ἀπ' τὰ λιμάνια αὐτὰ μοῦ δείχνουν νὰ περνῶ

Καὶ σὰν τυχαίνει νὰ προβάλουν
(Τί δύσκολες στιγμὲς!)
στὸ βάθος τὰ λιμάνια στὴν ξηρὰ
τὸ πλήρωμα τὰ φῶτα τους κοιτάζει
(φῶτα σειρῆνες
ποὺ ὑπόσχονται πολλὰ
ποὺ κι ἡ καρδιὰ κι ἡ σάρκα τὰ ζητάει)
ἀδιάκοπα περιμένοντας νὰ πῶ
στὸν τιμονιέρη νὰ γυρίσει τὸ καράβι
Νὰ πιάσουμε γιὰ λίγο τὴ στεριὰ
Μὰ ὅσο περνᾶ ἡ ὥρα καὶ ἐγὼ
ἀμίλητος τὸ χάρτη μου κοιτάζω
ὁλόγυρά μου αὐξάνει ὁ ἀναβρασμὸς
Προτάσεις ὕπουλες
ντυμένες μὲ ἰδέες
ἰδέες πρόστυχες ποὺ πάντα προτιμοῦν
τὴν ἀπραξία μὲ λόγια νὰ στολίζουν
καὶ ἀπειλὲς
σὰν συμβουλὲς ποὺ θέλουν νὰ φανοῦν
καὶ ὑποσχέσεις
ποὺ σὲ καλούπι' ἀγγέλων προσπαθοῦν
τὸ χτῆνος ν' ἀναστήσουν...
Αὐτές οἱ ὥρες εἶναι δύσκολες
καί κάθε μιά τους
ὁλόκληρο θὰ κρίνει τό ταξίδι...

Καὶ συνεχίζω ἀκόμα τὸ ταξίδι
Ἐπιθυμίες ριζωμένες στὴν ψύχη
πυξίδα στὸ καράβι μου ἔχουν γίνει
ὁ χάρτης μου
παράξενος κι αὐτὸς
Εἶν' ὧρες ποὺ νομίζω πὼς τὸν φκιάξαν
γιὰ ὅσους ποτὲ
δὲ θέλουνε νὰ φτάσουν σὲ λιμάνι
καὶ ἄλλες ὧρες πάλι ποὺ πιστεύω
πὼς τὸ ταξίδι γίνεται γιατὶ
στὸ χάρτη αὐτὸ πρέπει νὰ βροῦμε
κάτι ποὺ λείπει
Καὶ ψάχνοντας πηγαίνω
χάρτη κοιτάζοντας, πυξίδα καὶ οὐρανὸ
Στὸν οὐρανό, λὲς καὶ ζητῶ νὰ βρῶ κάθε στιγμὴ
καινούργιες ἀποδείξεις ποὺ νὰ δείχνουν
πὼς ἡ πυξίδα λαθεμένα δὲν κοιτάζει
Παράξενο μὴ σᾶς φανεῖ αὐτὸ
γιὰ τὴν πυξίδα μου πὼς ἀμφιβάλλω δὲ σημαίνει
Συνήθεια εἶναι μόνο - παλιὰ συνήθεια -
ποὺ ἐσυντρόφευε αἰῶνες τὴν ψύχη
καὶ ἦταν ἡ συντροφιὰ αὐτὴ
τόσο πολύτιμη σ' ἐκείνους τοὺς καιροὺς
ποὺ σπόροι μοναχὰ μέσ' στὴν ψύχη
ἦταν οἱ ἔρωτες ποὺ τώρα ἔχουν βλαστήσει

Καί ψάχνοντας πηγαίνω
χάρτη κοιτάζοντας, πυξίδα καὶ οὐρανὸ
Τὰ κύματα θεόρατα λὲς καὶ ζητοῦν
σύμμαχοι νὰ γίνουν μ' αὐτοὺς ποὺ θέλουν
κάπου γιὰ λίγο νὰ ποδήσουμε
Εἶναι γι' αὐτὸ
τὸ κάθε κύμα γολγοθὰς
καὶ νὰ σκεφτεῖτε πὼς
ἀδιάκοπα μανιάζει ἡ τρικυμία
Μὰ στὸ γιγάντωμά της πάνω
περσότερο
κἶ ἀπὸ τῆς θάλασσας τὴ φοβερὴ μανία
φοβᾶμαι μήπως τύχει
λιμάνια καὶ προβάλουν στὴ στεριὰ
λιμάνια, ποὺ ὁ χάρτης μου δὲν δείχνει
Αὐτὰ εἶναι σκόπελοι καί δύσκολες στιγμὲς
τὰ εἴπαμε
τό πλήρωμα θ' ἀρχίσει νὰ κοχλάζει
τέτοια λιμάνια στὴν ξηρὰ σὰν θὰ φανοῦν

Καὶ συνεχίζω τὸ ταξίδι
ἀκόμα ψάχνοντας
ἂς ξέρω πιὰ πὼς εἶμαι
στὸ ἄπειρο τοῦ χρόνου μιὰ στιγμὴ
στὴν ἄβυσσο τοῦ χώρου μιὰ κουκίδα

Καί συνεχίζω τὸ ταξίδι
ἂς εἶμ' ἐγὼ σκοτάδι
καὶ ἂς εἶναι γύρω μου σκοτάδι
καὶ φοβερώτερο ἂς τὸ κάνει ἡ τρικυμία

Καί συνεχίζω τὸ ταξίδι
καὶ μὲ φτάνει
ποὺ ἐγὼ σκοτάδι
ἀγάπησα τὸ φῶς.

Αὐτὸ τὸ ποίημα γράφτηκε τὸν Δεκέμβρη τοῦ 1971 στὴν ἀπομόνωση τῶν Στρατιωτικῶν φυλακῶν στὸ Μπογιάτι.



Pagina principale CCG

Segnalate eventuali errori nei testi o nei commenti a antiwarsongs@gmail.com




hosted by inventati.org