Language   

Χριστόδουλος Χάλαρης, Νίκος Ξυλούρης, Τάνια Τσανακλίδου: Ἐρωτόκριτος

GLI EXTRA DELLE CCG / AWS EXTRAS / LES EXTRAS DES CCG
Language: Greek (Modern) (Cretese / Cretan)






1. Ὁ τροχὸς τῆς Μοίρας
Νίκος Ξυλούρης




Tοῦ κύκλου τὰ γυρίσματα, ποὺ ἀνεβοκατεβαίνουν,
Καὶ τοῦ τροχοῦ, π' ὥρες ψηλὰ κι ὥρες στὰ βάθη πηαίνουν
Μὲ τοῦ καιροῦ τ' ἀλλάματα, ποὺ ἀναπαημὸ δὲν ἔχουν,
Μὰ στὸ καλό κι εἰς τὸ κακὸ περιπατοῦν καὶ τρέχουν.

Καὶ τῶν ἀρμάτω οἱ ταραχές, ὄχθρητες, καὶ τὰ βάρη,
Τοῦ Ἔρωτα οἱ μπόρεσες καὶ τσῆ Φιλιᾶς ἡ χάρη.
Αὐτὰ νὰ τὰ μ’ ἐκινήσασι τὴ σήμερον ἡμέρα,
Ν’ ἀναθιβάλω καὶ νὰ πῶ τὰ κάμαν καὶ τὰ φέρα

Μιὰ κόρη κι ἕνας ἄγουρος, ποὺ μπερδευτήκα ὁμάδι
Σὲ μιὰ φιλιὰν ἀμάλαγη, μὲ δίχως ἀσκημάδι.
Kαὶ τ’ ὄνομά τση τὸ γλυκὺ τὸ λέγαν Ἀρετοῦσα,
Οἱ ὀμορφιὲς τση ἦσαν πολλές, τὰ κάλλη τση ἦσαν πλοῦσα.

Xαριτωμένο θηλυκὸ τὴν ἤκαμεν ἡ φύση,
Κι ἡ σιάτση δὲν εὑρίσκετο σ’ Ἀνατολὴ καὶ Δύση.
Kαὶ τ’ ὄνομά τοῦ νιούτσικου Ῥωτόκριτο τὸ λέγα,
Ἤτονε τσ’ ἀρετῆς πηγὴ καὶ τσ’ ἀρχοντιᾶς ἡ φλέγα.

Κι ὅλες τσὶ χάρες π’ Oὐρανὸς καὶ τ’ Ἄστρη ἐγεννήσαν,
Μ’ ὅλες τὸν ἐμοιράνανε, μ’ ὅλες τὸν ἐστολίσαν.
Kι ὅντεν ἡ νύκτα ἡ δροσερὴ κάθ’ ἄνθρωπο ἀναπεύγει,
Καὶ κάθε ζὸ νὰ κοιμηθῇ τόπο νὰ βρῇ γυρεύγει,

Ἤπαιρνεν τὸ λαγοῦτο του, κι ἐσιγανοπορπάτει,
Κι ἐκτύπαν τὸ γλυκιὰ γλυκιὰ ἀνάδια στὸ Παλάτι.


2. Ρίζες
Νίκος Ξυλούρης και Τάνια Τσανακλίδου




Τσὶ περαζόμενους καιροὺς πού οἱ Ἕλληνες ὁρίζα
Κι ὁποὺ δὲν εἶχ’ ἡ πίστη τως θεμέλιο μηδὲ ρίζα,
Τότε μιὰ ἀγάπη μπιστικὴ στὸν κόσμο ἐφανερώθη
Κι ἐγράφτη μέσα στὴν καρδιά κι οὐδὲ ποτὲ τσῆ λειώθη.

Εἰς τὴν Ἀθήνα ποὺ ἤτονε τσῆ μάθησης ἡ βρώσις
Καὶ τὸ θρονὶ τῆς ἀρετῆς κι ὁ ποταμὸς τσῆ γνώσης,
Ῥήγας μεγάλος ὅριζε τὴν ἄξα χώρα ἐκείνη,
Ἡράκλη τὸν ἐλέγασι, ἐξακουστὸς ἐγίνη.

Ἀπό μικρὸς παντρεύτηκε καὶ συντροφιάστη ὁμάδι
Μὲ ταίρι ὁποὺ ποτὲ κανεὶς δὲν τοῦ `βρισκε ψεγάδι.
Ἀρτέμη τὴν ἐλέγασι τὴ ῥήγισσαν ἐκείνη,
Ἄλλη καμιὰ στὴ φρόνεψη ἴσα τση δὲν ἐγίνη.

Τὸν ἥλιο καὶ τὸν οὐρανὸ συχνιὰ παρακαλοῦσα
Γιὰ νὰ τσ’ ἀξώσει καὶ νὰ δοῦν παιδὶ ποὺ πεθυμοῦσα.
Περνοῦν οἱ χρόνοι κι οἱ καιροί κι ἡ ῥήγισσα ἐγαστρώθη
Κι ὁ ῥήγας ἀπ’ τὸ λογισμὸ καὶ βάρος ἐλυτρώθη.

Μιὰ θυγατέρα ἤκαμε πού `φεξε τὸ Παλάτι,
Κείνη τὴν ὥρα πού ἡ μαμὴ στὰ χέρια τὴν ἐκράτη
Και τ’ ὄνομά τση τὸ γλυκὺ τὸ λέγανε Ἀρετοῦσα,
Οἱ ὀμορφιές τση ἦσαν πολλές, τὰ κάλλη τση ἦσα πλοῦσα.

Εἶχεν ὁ βασιλιὸς πολλοὺς μὲ φρόνεψη καὶ πλούτη,
Συμβουλατόροι του ἤτανε οἱ μπιστημένοι ἐτούτοι.
Μὰ ἀπ’ ὅλους εἶχεν ἀκριβὸ πάντα στὴ συντροφιά του
Ἕναν ὁποὺ Πεζόστρατο ἔκραζαν τ’ ὄνομά του.

Εἶχε κι αὐτὸς ἕναν ὑγιὸ πολλὰ κανακεμένο,
Φρόνιμο κι ἀξαζόμενο, ζαχαροζυμωμένο.


3. Ἡ ὥρα τῆς ἀγάπης
Νίκος Ξυλούρης και Τάνια Τσανακλίδου




Καὶ τ’ ὄνομα τοῦ νιούτσικου Ῥωτόκριτο τὸ λέγα,
Ἤτανε τσ’ ἀρετῆς πηγὴ καὶ τσ’ ἀρχοντιᾶς ἡ φλέγα.
Κι ὅλες τσὶ χάρες π’ οὐρανός καὶ τ’ ἄστρι ἐγεννήσα,
μ’ ὅλες τὸν ἐμοιράνανε, μ’ ὅλες τὸν ἐστολίσα.

Θέλει σ’ ἐκεῖνο τὸν καιρὸ τὸ πρικοριζικό του,
Κι ἀγάπη γιὰ τὴν Ἀρετὴ βάνει στὸ λογισμό του.
Κ’ ἴντα δὲν κάνει ὁ Ἔρωτας σὲ μιὰ καρδιὰ π’ ὁρίζει,
Σὰν τὴ νικήσει οὐδέ καλό, οὐδέ κακὸ γνωρίζει.

Ἐβράδιασεν, ἐνύχτωσε, λιποψυχᾶ ἡ καρδιά τως,
Στὸ παραθύρι νὰ βρεθοῦ, νὰ ποῦν τὰ βάσανά τως.
Μιὰν ὥρα κλάψασιν ὀμπρός δριμιά κι ἐλουχτουκήσα,
Κι ἀπόκει μ’ ἀναστεναγμοὺς τὰ πάθη τως ἀρχίσα.


4. Τὰ θλιβερὰ μαντάτα
Νίκος Ξυλούρης




Τ' ἄκουσες, Ἀρετοῦσα μου, τὰ θλιβερὰ μαντάτα;
Ὁ κύρης σου μ' ἐξόρισε εἰς τὴ ξενιτιὰ στὴ στράτα.
Τέσσερεις μέρες μοναχὰ μοῦ 'δωκε ν’ ἀνιμένω,
Ὕστερα νὰ ξενιτευτῶ, πολὺ μακριὰ νὰ πηαίνω.

Καὶ πὼς νὰ σ' ἀποχωριστῶ, καὶ πὼς νὰ σοῦ μακρύνω,
Καὶ πὼς νὰ ζήσω δίχως σοῦ εἰς τὸ ξορισμὸν εκεῖνο;
Κατέχω τό κι ὁ κύρης σου γρήγορα σὲ παντρεύει,
Ρηγόπουλο, ἀφεντόπουλο, σὰν εἶσαι σύ, γυρεύει.

Καὶ δὲ μπορεῖς ν’ ἀντισταθῇς στὰ θέλουν οἱ γονεῖς σου,
Νικοῦν τήνε τὴ γνώμη σου κι ἀλλάζει κι ἡ ὄρεξή σου.
Μιὰ χάρη, ἀφέντρα, σοῦ ζητῶ κι’ ἐκείνη θέλω μόνο,
Καί μετὰ κείνη ὁλόχαρος τὴ ζήση μου τελειώνω.

Ὅτα θὰ ἀῤῥαβωνιαστῇς, νὰ βαριαναστενάξῃς,
Κι ὅτα σὰ νύφη στολιστῇς, σὰν παντρεμένη ἀλλάξῃς.
Ν’ ἀναδακρυώσῃς καί να πῇς, Ῥωτόκριτε καημένε,
Τὰ σοῦ 'ταζα ἐλησμόνησα, τὰ 'θελες μπλιὰ δὲν ἔναι.

Καὶ κάθε μήνα μιὰ φορά, μέσα στὴν κάμερά σου,
Λόγιαζε ἠντά 'παθα γιὰ σέ, νὰ μὲ πονῇ ἡ καρδιά σου.
Καὶ πιάσε καὶ τὴ ζωγραφιά, πού 'βρες στ’ ἀρμάρι μέσα,
καὶ τὰ τραγούδια πού 'λεγα, ὅπου πολὺ σ’ ἀρέσα.

Καὶ διάβαζέ τα, θώρει τα κι ἀναθυμοῦ κι ἐμένα,
Πὼς μὲ ξορίσανε γιά σε πολὺ μακριά εἰς τὰ ξένα.
Κι ἂς τάξω ὁ κακοῤῥίζικος πὼς δὲ σ’ εἶδα ποτέ μου,
Ἕνα κεράκι ἀφτούμενο ἐκράτου κι ἔσβησέ μου.

Ἂς τάξω πὼς ἐπιάστηκα σὲ μιᾶς γυναίκας τρίχα,
Ἔσπασε ἡ τρίχα κι ἔχασα εἰς τὸν κόσμο ὅ,τι κι ἂν εἶχα.
Λήσμόνησε παντοτινὰ καὶ διώξε κάθε ἐρπίδα,
Καὶ πὲ πὼς μὲ γνώρισες, κι οὖτε κι ἐγὼ πὼς σ' εἶδα.

Ὅπου κι ἂν πάω κι ἂ βρεθῶ, κι ὅ,τι καιρό κι ἂ ζήσω,
Τάζω σου ἄλλη νὰ μὴ δῶ μηδέ ν’ ἀναντρανίσω.
Κάλλιά ’χω ἐσὰ μὲ θάνατο, παρ’ ἄλλη μὲ ζωή μου.
Γιά σέναν ἐγεννήθηκε στὸν κόσμο τὸ κορμί μου.


5. Παράπονο τῆς Ἀρετοῦσας
Τάνια Τσανακλίδου




Τὰ λόγια σου Ῥωτόκριτε, φαρμάκιν ἐβαστοῦσα
Κι οὐδ’ ὄλπιζα κι ἀνίμενα τ’ αὐτιά μου ὅ,τι σ’ ακοῦσα.
Καὶ πὼς μπορῶ νὰ σ’ ἀρνηθῶ κι ἂ θέλω δὲ μ’ ἀφήνει
Τούτη ἡ καρδιὰ ποὺ ἐσύ `βαλες σ’ τς’ ἀγάπης τὸ καμίνι.
Κι ἀμνόγω σου στὸν οὐρανό, στὸν ἥλιο, στὸ φεγγάρι,
Ἄλλος ὀγιὰ γυναῖκα του ποτὲ νὰ μή μὲ πάρῃ.

Καὶ βγάνει ἀπό τὸ δαχτύλι της ὄμορφο δακτυλίδι,
Μὲ δάκρυα κι ἀναστεναγμοὺς τοῦ Ῥώκριτου το δίδει.
Λέει του: "Νὰ καὶ βάλε το εἰς τὸ δεξό σου χέρι,
Σημάδι πὼς ὥστε νὰ ζῶ εἶσαι δικό μου ταίρι.
Καὶ μήν το βγάλῃς ἀπό κεῖ ὥστε νὰ ζῇς καὶ νά `σαι,
Φόριε το κι ὅποια στό `δωκε κάμε νά της θυμᾶσαι.
Καλλιὰ θανάτους ἑκατὸ τὴν ὥρα θέλω πάρει,
Παρὰ ἄλλος μόν’ ὁ Ῥώκριτος γυναῖκα νὰ μὲ πάρῃ".


6. Χωρισμός
Νίκος Ξυλούρης και Τάνια Τσανακλίδου




Ὡς τὴν αὐγὴ ἐμιλούσανε, ὡς τὴν αὐγή ἐκλαῖγα
Κι ὡς τὴν αὐγὴ τὰ πάθη τως καὶ πόνους τως ἐλέγα.
Ἤστραψεν ἡ ἀνατολή κι ἐβρόντηξεν ἡ δύση
Ὅντε τὰ χείλη του ἤνοιξε γιά ν’ ἀποχαιρετήσῃ.

Κι ἕνα μεγάλο θαύμασμα στὸ παραθύρι ἐγίνη,
Οἱ πέτρες καὶ τὰ σίδερα κλαίσι τὴν ὥρα ἐκείνη.
Ἐμίσεψ’ ὁ Ῥωτόκριτος καὶ βιάζει τον ἡ ὥρα,
Μ’ ἕνα πρικὺ ἀναστεναγμὸ ποὺ σείστηκεν ἡ χώρα.

Τα βάσανά του τὰ πολλὰ στὰ δάση τὰ ἐδηγᾶτο
Καὶ τὸ λαγκάδι καὶ βουνὶ συχνιά του πιλογᾶτο.
Οὐρανέ, ῥίξε φωτιά ὁ κόσμος ν’ ἀναλάβῃ
Κι ὅλοι ἂς λαβοῦ κι ὅλοι ἂς καοῦ κι ἡ Ἀρετὴ μὴ λάβῃ.

Στὴν ἄδικη ἀπόφαση ποὺ δόθηκε σὲ `μένα,
Ν’ ἀπαρνηθῶ τὸν τόπο μου, νὰ περπατῶ στὰ ξένα.
Ἄστρη μήν το βαστάξετε, ἥλιε σημάδι δείξε
Καὶ σ’ ἔτοιου ἀφέντη ἀλύπητου ἀστροπελέκι ῥίξε.


7. Ἡ συνάντηση
Νίκος Ξυλούρης και Τάνια Τσανακλίδου




Ἤρθεν ἡ ὥρα κι ὁ καιρός κι ἡ μέρα ξημερώνει
Νὰ φανερώσῃ ὁ Ῥώκριτος τὸ πρόσωπο ποὺ χώνει.
Ἐφάνη ὁλόχαρη ἡ αὐγή καὶ τὴ δροσούλα ῥίχνει,
Σημάδι τσῆ ξεφάντωσης κείνη τὴν ὥρα δείχνει.

Χορτάρια ἐβγήκασι εἰς τὴ γῆ, τὰ δεντρουλάκια ἀνθίσα
Κι ἀπ’ τς’ ἀγκάλες τ’ ουρανοῦ γλυκὺς βοῤῥᾶς ἐφύσα.
Τὰ περιγιάλια ἐλάμπασι κι ἡ θάλασσα ἐκοιμᾶτο,
Γλυκὺς σκοπός εἰς τὰ δεντρά κι εἰς τὰ νερὰ ἐγροικᾶτο.

Γελοῦν τσῆ χώρας τὰ στενά κι οἱ στράτες καμαρώνου,
Ὅλα γροικοῦν κουρφὲς χαρές κι ὅλα τση φανερώνου
Καὶ μὲς στὴ σκοτεινὴ φλακὴ ὅπου `το ἡ Ἀρετοῦσα
Ἐμπῆκα δυὸ ὄμορφα πουλιά κι ἐγλυκοκελαδοῦσα.


8. Τὸ παραμύθι
Νίκος Ξυλούρης




Ὡς μπήκεν ὁ Ῥετόκριτος στὴ φυλακή κι ἀρχίζει
Νὰ τση μιλῇ καὶ σπλαχνικὰ νὰ τὴν ἀναντρανίζῃ.
Λέγει τση: "Τὸ μὲ ῥώτηξες θὰ σοῦ το πῶ καὶ γροῖκα
Πού το βρῆκα τὸ χάρισμα στὴ φυλακὴ σ’ ἀφῆκα.

Εἶναι δυὸ μήνες σήμερο πού `λαχα κάποια δάση,
Εἰς τὴ μεριὰ τῆς Ἔγριπος κι ἐβγήκαν νὰ μὰ φᾶσι
Ἄγρια θεριὰ ν' ἐμάλωσα κι ἐσκότωσα ἀπ’ ἐκεῖνα
Κι ἀπὸ τὰ χέρια μου νεκρὰ ὅλα τὰ πιὰ ἀπομεῖναν.

Μὲ κίνδυνο ἐγλύτωσα ὁσώραν ἐπολέμου
Νὰ γλυτωθῶ ἀπὸ λόγου τους δὲν τό’ λπιζα ποτέ μου
Μὰ ἐβούθηξε τὸ ριζικὸ τ’ ἀστρὶ μὲ λυπηθῆκαν
Καὶ σκότωσα καὶ ζύγωσα καὶ ἀλάβωτο μ’ ἀφῆκαν.

Δίψα μεγάλη γροίκησα στὸ πόλεμον ἐκεῖνο
Γυρεύοντας νὰ βρῶ δροσιὰ ἐσῶθε σ’ ἕνα πρίνο
Καὶ παρεμπρὸς ἐφάνη μου κουτσουναράκι χτύπα,
Σιμώνω βρίσκω τὸ νερό εἰς τοῦ χαρακιοῦ τὴν τρύπα.

Ἤπια το κι ἐδροσίστηκα καὶ πέρασέ μου ἡ δίψα,
Μὰ πούρι κι ἄλλα βάσανα ἐτότε δὲ μοῦ λείψαν.
Ἔκατσα νὰ ξεκουραστῶ σιμὰ στὸ κουτσουνάρι
Ὅντε γροικῶ ἀναστεναγμὸ καὶ μύσματ’ ἀῤῥωστάρη.

Καὶ βιαστικὰ σηκώνομαι, τὸ ζάλο μου σπουδάζει
Νὰ δῶ ποιὸς εἶναι ποὺ πονεῖ καὶ βαριαναστενάζει
Καὶ μπαίνω μέσα στὰ δεντρά πού `ταν κοντὰ εἰς τὴ βρύση,
Διὰ νὰ δῶ καὶ γιὰ νὰ βρῶ τὸ νέο αὐτὸ ὅπου μύσσει.

Βρίσκω ἕνα νιὸν ὡραιόπλουμο πού `λαμπε σὰν τὸν ἥλιο
Κι ἐκείτουντο ὁλομάτωτος μπροστά εἰς ἕνα σπήλιο.
Σγουρὰ ξανθά `χε τὰ μαλλιὰ καὶ τὰ σοθέματά του
Πάρ’ ὅλο ὁπού `τα σὰν νεκρός, ἤδειχνεγιε ἡ μορφιά του.

Καὶ δυὸ θεριὰ στὸ πλάι του ἤτανε σκοτωμένα
Καὶ τὸ σπαθὶ καὶ τ’ ἄρματα ὅλα ἦσαν ματωμένα.
Σιμώνω χαιρετῶ τονε, λέω του: "Ἀδέλφι γειά σου.
Ἴντα `χεις κι ἀπονέκρωσες, πούντη λαβωματιά σου;"

Τὰ μάτια του `χε σφαλιχτά, τότε τ’ ἀναντρανίζει
Κι ἐθώρειε δίχως νὰ μιλῇ καὶ στὸ λαϊμό του ἀγγίζει.
Μὲ τὸ δακτύλι δυὸ φορές μου δείχνει νὰ νοήσω
Ποὺ εἶχε τὴν λαβωματιὰ νά τον ἐβοηθήσω.

Τὸ στῆθος του ξαρμάτωσα καὶ μιὰ πληγή του βρίσκω
Δαμάκιν ἀποκατωθιὸ ἀπὸ τὸν οὐρανίσκο.
Ὁλίγο του ἀπό βοτσί τον εἶχε δαγκαμένο
Φαίνεται νὰ 'χε τὸ θεριὸ δόντι φαρμακεμένο
Και πῆρεν του τὴ δύναμη καὶ τὴν πνοήν του ἐχάσε
Καὶ τὸ φαρμάκι πέρασε καὶ μέσα τον ἐπιάσε.

Κι ἀγάλι ἀγάλια `χάνετο σὰν τὸ κερὶ ὅντε σβήνει,
Ἔκλαψα κι ἐλυπήθηκα πολὺ τὴν ὅρα εκείνη.
Σὰν ἀδελφό μου καρδιακό τον ἔκλαιγα κι ἐπόνου,
Μὰ πόνοι, δάκρυα, κλάηματα ἄνθρωπο δὲ γλιτώνου.
Ἐψυχομάχε κι ἔλεγε νὰ στέκω μὴ μισέψω,
Ἐθάῤῥειε πὼς τέτοια πληγὴ μποροῦσα νὰ γιατρέψω.

Δείχνει μου τὸ δαχτύλι ν' του πού 'χε τὸ δαχτυλίδι
Καὶ γνώρισα σὰν χάρισμα σὰν φίλος μου το δίνει.
Τότε μιὰ σιγανὴ φωνὴ μόνο τ’ αὐτιά μου ἀκοῦσαν
Και εἴπανε τὰ χείλη του: "Σέ `χασα Ἀρετοῦσα".
Ἐτοῦτα εἶπε μοναχὰ καὶ τέλειωσ’ ἡ ζωή του
Καὶ μὲ πρικὺ ἀναστεναγμὸ εβγῆκε ἡ ψυχή του.

Τοῦτα τὰ χέρια ποὺ θωρεῖς λάκκο σιμιό του σκάψαν
Καὶ τοῦτα τον ἐσήκωσαν καὶ τοῦτα τον ἐθάψαν
Ὡς τ’ ἄκουσεν ἡ Ἀρετὴ ὥρα λιγάκι ἐστάθη
Ἀμίλητη καί ὁ πόνος της τὴν ἔκαμε καὶ ἐχάθη.


9. Θρῆνος
Νίκος Ξυλούρης και Τάνια Τσανακλίδου




Ὡς τ’ ἄκουσεν ἡ Ἀρετή ὥρα λιγάκι ἐστάθη
Ἀμίλητη κι ὁ πόνος τση τὴν ἤκαμε κι ἐχάθη.
Ἐπλήθυνε ἡ ἀποκοτιά κι ἐχάθηκεν ἡ τάξη,
Τὸ νοῦ τση ἐγροῖκα σὰν πουλὶ νὰ φύγῃ, νὰ πετάξῃ.

Κανένα μπλιὸ δὲν ντρέπεται, κανένα δὲ φοβᾶται
Καὶ μὲ τοὺς ἀναστεναγμοὺς τὰ πάθη τση δηγᾶται.


10. Ταραχή
Νίκος Ξυλούρης και Τάνια Τσανακλίδου




Ῥωτόκριτε, ἴντα θέλω μπλιὸ τὴ ζήση νὰ μακραίνω,
Ποιὰ ὀλπίδα μπλιό μου `πόμεινε καὶ θέλω ν’ ἀνιμένω;
Δίχως σου πὼς εἶν’ μπορετὸ στὸν κόσμο μπλιὸ νὰ ζήσω.
Ἀνάθεμα στὸ ριζικό στ’ ἀφύλαγεν ὀπίσω!

Μὲ τὴ ζωή σου εἶχα ζωὴ καὶ μὲ τὸ φῶς σου `θώρου,
Τα πάθη μου θυμῶντας σου ἐπέρνου σὰν εμπόρου.
Ἀρνήθηκα τὰ πλούτη μου, τὸν κύρη καὶ τὴ μάνα,
Ποτὲ δὲν ἐβαρέθηκα τὰ πάθη πού μου `κάμαν.

Θυμῶντας σου Ῥωτόκριτε πώς μου `σουν νοικοκύρης,
Ἐγίνον σου καὶ μάνα μου, ἐγίνον σου καὶ κύρης.
Γιὰ σένα ἐνεστέναζα, γιὰ σένα εἶχα πόνους,
Γιὰ σένα βασανίζομαι σήμερα πέντε χρόνους.


11. Τὸ φανέρωμα
Νίκος Ξυλούρης και Τάνια Τσανακλίδου




Ἤθελε κι ἄλλα νά του πῇ μά ἡ ὁμιλιά δὲ σώνει,
Πέφτει στὴ γῆς ἄσπρη καὶ κρυγιὰ μπλιὸ πάρ’ ἀπὸ τὸ χιόνι.
Ἐκεῖνος μπλιὸ ἄλλο δὲ μιλεῖ μὰ πλύθηκεν ὀμπρός τση
Καί τς’ ἠφανίστη ἄλλης λογῆς κι ἐγίνηκε τὸ φῶς τση.

Ἤλαμψε ὁ Ῥετόκριτος βγάνοντας τὸ μελάνι,
Πάλι τὴν πρώτην ὀμορφιὰ τὸ πρόσωπό του πιάνει,
Χρυσᾶ ἐγενῆκαν τὰ μαλλιά, τὰ χέρια μαρμαρένια
Κι ἡ ὅψη του ἀσπροκόκκινη, τὰ κάλλη ζαχαρένια.

Γνωρίζει τον ἡ Ἀρετὴ καλά τον εθυμᾶται,
Μὰ δὲν κατέχει ξυπνητὴ ἂν εἶναι ἢ ἂν κοιμᾶται.
Ἐξελιγώθη, στρέφεται μὲ σπλάχνος τον ἐθώρει
Καὶ νὰ μιλήσῃ ἀπ’ τὴν χαρὰν ἀκόμη δὲν ἐμπόρει.


12. Ἡ μέρα ἡ λαμπρή
Νίκος Ξυλούρης και Τάνια Τσανακλίδου




Ἦρθεν ἡ μέρα ἡ λαμπρή, γλυκὺς καιρὸς ἀρχίζει
Κι ἤκατσεν ὁ Ῥωτόκριτος εἰς τὸ θρονί κι ὁρίζει.
Ἀγαπημένο ἀντρόγυνο σὰν τοῦτο δὲν ἐφάνη
Μηδ’ τέτοιο καλορίζικο, χαιρόμενο στεφάνι.

Ἐκάμασι παιδόγγονα κι ὅλα ἐγενήκαν πλοῦσα
Και μάνα καὶ κερὰ λαλὰ ἐγίνη ἡ Ἀρετοῦσα.
Γιὰ τοῦτο ὁπού `ναι φρόνιμος, δὲ χάνεται στὰ πάθη,
Τὸ ῥόδο κι ὁ ὄμορφος ἀνθός γεννιέται μές στ’ ἀγκάθι.

Ἤρθεν ἡ μέρα ἡ λαμπυρή, γλυκὺς καιρὸς ἀρχίζει
Κι ἤκατσεν ὁ Ῥωτόκριτος εἰς τὸ θρονί κι ὁρίζει.
Ἀγαπημένο ἀντρόγυνο σὰν τοῦτο δὲν ἐφάνη
Μηδ' τέτοιο καλορίζικο, χαιρόμενο στεφάνι.

Ἐκάμασι παιδόγγονα κι ὅλα ἐγενήκαν πλοῦσα
Και μάνα καὶ κερὰ λαλὰ ἐγίνη ἡ Ἀρετοῦσα.
Γιὰ τοῦτο ὁπού `ναι φρόνιμος, δὲ χάνεται στὰ πάθη,
Τὸ ῥόδο κι ὁ ὄμορφος ἀνθός γεννιέται μές στ’ ἀγκάθι.

Βιτσέντζος εἶν’ ὁ ποιητὴς καὶ στὴ γενιὰ Κορνάρος,
Ποὺ νὰ βρεθῇ ἀκριμάτιστος ὅντε τον πάρει ὁ Χάρος.
Στὴν Στεῖαν ἐγεννήθηκε, στὴν Στεῖαν ἐνεθράφη,
Ἐκεῖ `καμε κι ἐκόπιασεν ἐτοῦτα πού σας γράφει.
Στὸ Κάστρον ἐπαντρεύτηκε σὰν ἀρμηνεύγ’ ἡ φύση,
Το τέλος του ἔχει νὰ γενῇ ὅπου ὁ Θεὸς ὁρίσει.



Main Page

Please report any error in lyrics or commentaries to antiwarsongs@gmail.com

Note for non-Italian users: Sorry, though the interface of this website is translated into English, most commentaries and biographies are in Italian and/or in other languages like French, German, Spanish, Russian etc.




hosted by inventati.org