L'uomo solo
Léo FerréTraduzione greca di VELVET | |
L'HOMME SEUL | Ο μοναχικός άνθρωπος |
L'homme seul, qui a été en prison, retourne en prison Chaque fois qu'il mord dans un morceau de pain. Il songeait en prison aux lièvres qui fuient Sur la terre hivernale. Dans le brouillard de l'hiver L'homme vit au milieu des murs de rues, buvant De l'eau froide et mordant dans un morceau de pain. | Ο μοναχικός άνθρωπος -που βρέθηκε στη φυλακή-επιστρέφει στη φυλακή κάθε φορά που δαγκώνει ένα κομμάτι ψωμί Στη φυλακή ονειρευόταν τους λαγούς να τρέχουν στο χειμωνιάτικο χωματόδρομο. Στην χειμωνιάτικη ομίχλη αυτός ο άνθρωπος ζει ανάμεσα στους τοίχους των δρόμων, πίνοντας κρύο νερό και δαγκώνοντας ένα κομμάτι ψωμί. |
On croit que sa vie peut renaître, après, Que son souffle s'apaise, que revient l'hiver Avec l'odeur du vin dans la taverne, au chaud, Et le bon feu, l'étable, les repas. On croit, Tant qu'on est dedans on croit. Et un soir on sort, Et les lièvres, c'est les autres qui les ont pris Et les mangent, au chaud. Les autres, joyeux. Il ne reste alors qu'à les regarder à travers les vitres. | Καποιος πιστεύει ότι κάποτε η ζωή ξαναγεννιέται και η πνοή ησυχάζει, κι επιστρέφει ο χειμώνας με τη μεθυστική οσμή του κρασιού στη ζεστασιά της ταβέρνας, την αναμμένη φωτιά, το στάβλο και το βραδινό δείπνο. Καποιος το πιστεύει, όσο είναι έγκλειστος, καποιος το πιστεύει. Οτι βγαίνει έξω ένα βράδυ και τους λαγούς που έχουν πιάσει τους τρώνε στη ζεστασιά χαρούμενοι, οι άλλοι. Μονο πίσω από τα τζάμια μπορείς να τους δεις. |
L'homme seul ose entrer pour boire un verre Quand il gèle vraiment, et il contemple son vin: Sa couleur fumeuse, son goût si lourd. Il mord son morceau de pain qui goûtait le lièvre En prison, mais maintenant, il n'a plus le goût du pain Ni de rien. Et même le vin n'a qu'un goût de brouillard. | Ο μοναχικός άνθρωπος αποτολμά και μπαίνει να πιει ένα ποτήρι όταν πραγματικά παγώνει, και συνοδεύει το κρασί του, το καπνισμένο χρώμα και η βαριά γεύση. Δαγκώνει το κομμάτι ψωμί, που ειχε γεύση από λαγό στη φυλακή, μα τώρα δεν έχει γεύση ούτε από ψωμί ούτε από τίποτα. Ακόμη και το κρασί, μυρίζει ομίχλη . |
L'homme seul pense encore à ces champs, et se réjouit De les savoir déjà labourés. Dans la salle déserte Il essaie de chanter à voix basse. Il revoit Sur la berge la touffe de ronces dépouillées Qui était verte en août. Il siffle à sa chienne. Voilà qu'un lièvre apparaît, et ils n'ont plus froid. | Ο μοναχικός άνθρωπος ξανασκέφτεται αυτά τα χωράφια, χαρούμενος σαν να είναι ήδη οργωμένα. Στην άδεια αίθουσα προσπαθεί να σιγοτραγουδήσει. Ξαναβλέπει κατά μήκος της όχθης την συστάδα του απογυμνωμένου βάτου που τον Αύγουστο γίνεται καταπράσινο. Σφυρίζει στη σκύλα κι ο λαγός εμφανίζεται και δεν έχουν πια κρύο. |