Originale | Traduzione greca di VELVET
|
L'UOMO SOLO | Ο μοναχικός άνθρωπος |
| |
L'uomo solo - che è stato in prigione - ritorna in prigione | Ο μοναχικός άνθρωπος -που βρέθηκε στη φυλακή-επιστρέφει στη φυλακή |
Ogni volta che morde in un pezzo di pane. | κάθε φορά που δαγκώνει ένα κομμάτι ψωμί |
In prigione sognava le lepri che fuggono | Στη φυλακή ονειρευόταν τους λαγούς να τρέχουν |
Sul terriccio invernale. Nella nebbia d'inverno | στο χειμωνιάτικο χωματόδρομο. Στην χειμωνιάτικη ομίχλη |
L'uomo vive tra muri di strade, bevendo | αυτός ο άνθρωπος ζει ανάμεσα στους τοίχους των δρόμων, πίνοντας |
Acqua fredda e mordendo in un pezzo di pane. | κρύο νερό και δαγκώνοντας ένα κομμάτι ψωμί. |
| |
Uno crede che dopo rinasca la vita, | Καποιος πιστεύει ότι κάποτε η ζωή ξαναγεννιέται |
Che il respiro si calmi, che ritorni l'inverno | και η πνοή ησυχάζει, κι επιστρέφει ο χειμώνας |
Con l'odore del vino nella calda osteria, | με τη μεθυστική οσμή του κρασιού στη ζεστασιά της ταβέρνας, |
E il buon fuoco, la stalla, e le cene. Uno crede, | την αναμμένη φωτιά, το στάβλο και το βραδινό δείπνο. Καποιος το πιστεύει, |
Fin che è dentro uno crede. Si esce fuori una sera, | όσο είναι έγκλειστος, καποιος το πιστεύει. Οτι βγαίνει έξω ένα βράδυ |
E le lepri le han prese e le mangiano al caldo | και τους λαγούς που έχουν πιάσει τους τρώνε στη ζεστασιά |
Gli altri, allegri. Bisogna guardali dai vetri. | χαρούμενοι, οι άλλοι. Μονο πίσω από τα τζάμια μπορείς να τους δεις. |
| |
L'uomo solo osa entrare per bere un bicchiere | Ο μοναχικός άνθρωπος αποτολμά και μπαίνει να πιει ένα ποτήρι |
Quando proprio si gela, e contempla il suo vino : | όταν πραγματικά παγώνει, και συνοδεύει το κρασί του, |
Il colore fumoso, il sapore pesante. | το καπνισμένο χρώμα και η βαριά γεύση. |
Morde il pezzo di pane, che sapeva di lepre | Δαγκώνει το κομμάτι ψωμί, που ειχε γεύση από λαγό |
In prigione, ma adesso non sa più di pane | στη φυλακή, μα τώρα δεν έχει γεύση ούτε από ψωμί |
Né di nulla. E anche il vino non sa che di nebbia. | ούτε από τίποτα. Ακόμη και το κρασί, μυρίζει ομίχλη . |
| |
L'uomo solo ripensa a quei campi, contento | Ο μοναχικός άνθρωπος ξανασκέφτεται αυτά τα χωράφια, χαρούμενος |
Di saperli già arati. Nella sala deserta | σαν να είναι ήδη οργωμένα. Στην άδεια αίθουσα |
Sottovoce si prova a cantare. Rivede | προσπαθεί να σιγοτραγουδήσει. Ξαναβλέπει |
Lungo l'argine il ciuffo di rovi spogliati | κατά μήκος της όχθης την συστάδα του απογυμνωμένου βάτου |
Che in agosto fu verde. Dà un fischio alla cagna. | που τον Αύγουστο γίνεται καταπράσινο. Σφυρίζει στη σκύλα |
E compare la lepre e non hanno più freddo. | κι ο λαγός εμφανίζεται και δεν έχουν πια κρύο. |