| GRECO / GREEK [2] - Gian Piero Testa
|
Ο ΠΟΛΕΜΟΣ ΤΟΥ ΠΕΤΡΟΥ | Ο ΠΟΛΕΜΟΣ ΤΟΥ ΠΕΤΡΟΥ |
| |
Κοιμάσαι μέσα στο σιτάρι | Είναι ολοκόκκινο από παπαρούνες |
δεν είναι το τριαντάφυλλο ή η τουλίπα | Το σιτοχώραφο που'σαι θαμμένος, |
που σε προστατεύει από τη σκιά των λάκκων | Όπου κοιμάσαι τα ρόδα τηρούσες, |
αλλά είναι 1000 κόκκινες παπαρούνες. | Άνοιξη ήταν σαν πήγες χαμένος. |
| |
Κατά τις ακτές του χειμάρρου σου | Του ποταμιού μου από την πλαγιά |
θα ήθελα να κατεβαίνουν ασημένια ψάρια | Θέλω να δω τα ψάρια να λάμπουν, |
και όχι τα πτώματα των στρατιωτών | Δεν θέλω πτώματα των φαντάρων |
στην αγκαλιά του ρεύματος | Πια κρατούμενα απ'το ρεύμα αγκαλιά. |
| |
Αυτά είπες και ήταν χειμώνας | Είπες αυτά και κρατούσε ο χειμώνας |
και σαν οι άλλοι προς την κόλαση | Και παρατούσες πικρός τη στρατώνα |
προχωράς όπως αυτός που πρέπει | Προσκύνημα προς τ' Άδη τα μέρη |
ο αέρας σου φτύνει το χιόνι στο πρόσωπο | Χιόνι στο μούτρο σου φτύνει τ'αγέρι. |
| |
Στάματα Πέτρο, σταμάτα τώρα | Σταματα Πέτρο, σταμάτα τώρα |
άσε να περάσει ο αέρας επάνω σου για λίγο | Καν να περάσει επάνω σου η μπόρα |
να σου φέρει την φωνή όσων πέθαναν στην μάχη | Καν να σου φέρνει τον ήχο φριχτό |
όποιος έδωσε τη ζωή σε αντάλλαγμα πήρε ένα πολεμικό σταυρό | Όσων χαμένων αξίσαν' σταυρό. |
| |
Μα εσύ δεν τον άκουσες και ο χρόνος περνούσε | Μα εσύ δεν ακούσες και ιδου ο καιρός |
όπως οι εποχές σαν να χόρευαν | Μαζί μ'εποχές να χορέψει συρτό |
και πέρασες τα σύνορα | Κι έφθασες να περάσεις μεθόριο |
μια ωραία ημέρα την άνοιξη | Της άνοιξης ένα απόγευμα ώριο. |
| |
και ενώ προχωρούσες με την ψυχή στο στόμα | Σκυμμένος από της ψυχής σου το βάρος |
είδες έναν άνθρωπο στο βάθος της πεδιάδας | Ποιόν είδες ρε στου κάμπου το βάθος |
που είχε την ίδια σου διάθεση | Στολή κρατούσε μ'αλλιώτικο χρώμα |
αλλά με στολή από διαφορετικό χρώμα | Μα διάθεση ίδια με σένα κι ακόμα. |
| |
Ρίξε του, Πέτρο, ρίξε του τώρα | Πυρ κάνε Πέτρο, πυρ ταχύς λέω |
και μετά ρίξε του ακόμα | Ρίξε ένα βόλι, ρίξε και δύο |
ώσπου να τον δεις άψυχο | Ως τη ζωή απ'τα σπλάχνα να χάσει |
να πέσει κάτω, να καλύψει το αίμα του | Για ν'αίματα το πτώμα σκεπάσει. |
| |
και εάν ρίξεις στο μέτωπο ή στη καρδιά | Αν στην καρδιά του το ρίξεις το βόλι |
δεν θα προλάβει τίποτα παρά να πεθάνει | Που ο Χάρος ήρθε δε θα καταλάβει |
αλλά εγώ θα προλάβω να δω | Μα εσύ τα μάτια να δεις θα προλάβεις, |
να δω τα μάτια ενός ανθρώπου που πεθαίνει | Μάτια τ'ανθρώπου που πάει να πεθάνει. |
| |
και ενώ εσύ διστάσεις | Μα ενώ μπερδεύεσαι σε δισταγμό |
εκείνος στρέφεται, σε βλέπει, φοβάται | Στρέφεται εκείνος, φοβάται κακό, |
βάζει στους ώμους το πυροβολικό | Τ'οπλο σηκώνει: "Ε ! Παλικάρι, |
και δεν έχει κανένα δισταγμό | Να πάρεις πίσω.. αυτή την χάρη". |
| |
Έπεσες κάτω χωρίς να βγάλεις άχνα | Έπεσες χάμου δίχως φωνή |
και κατάλαβες αμέσως | Ενώ κατάλαβες κείνη στιγμή |
ότι ο χρόνος δεν θα σου αρκούσε | Που η ζωή σου είχε τελειώσει |
να ζητήσεις συγχώρεση για τις αμαρτίες σου | Και γυρισμό δεν είχε να δώσει. |
| |
έπεσες κάτω χωρίς να βγάλεις άχνα | Έπεσες χάμου δίχως φωνή |
και κατάλαβες αμέσως | Ενώ κατάλαβες κείνη στιγμή |
ότι η ζωή σου θα τέλειωνε εκείνη την ημέρα | Που δεν κρατούσες χρόνο αρκετό |
και ότι δεν θα υπήρχε επιστροφή | Να'χεις συγχώρηση από το Θεό. |
| |
Νινέτα μου, για να ψοφήσεις το Μάιο | Το Μάη, Νινέτα, να ψοφήσει κανείς |
θέλει πολύ πάρα πολύ κουράγιο | Θέλει κουράγιο και κουράγιο πολύ, |
Νινέτα μου, κατευθείαν στη κόλαση | Αυτό το ταξίδι στου Χάρου αγκαλιά |
θα προτιμούσα να πάω χειμώνα | Θα το προτιμούσα με την παγωνιά. |
| |
και ενώ το σιτάρι σε άκουγε | Ενώ βουβά γιατί ζητά σιτάρι |
μέσα στα χέρια κρατούσες το τουφέκι | Άχρηστο τ'όπλο κρατάς μες στο χέρι |
μέσα στο στόμα κρατούσες λόγια | Και μες στα χείλη λόγια παγωμένα |
πολύ παγωμένα για να λιώσουν στον ήλιο | Που δεν θα λειώσουν ηλιοβαρεμένα. |
| |
Κοιμάσαι μέσα στο σιτάρι | Είναι ολοκόκκινο από παπαρούνες |
δεν είναι το τριαντάφυλλο ή η τουλίπα | Το σιτοχώραφο που'σαι θαμμένος, |
που σε προστατεύει από τη σκιά των λάκκων | Όπου κοιμάσαι τα ρόδα τηρούσες, |
αλλά είναι 1000 κόκκινες παπαρούνες. | Άνοιξη ήταν σαν πήγες χαμένος. |