Lingua   

Τον πλούσιο Γιώργη ήβρηκα [Ο Πλουσιογιώργης]

anonimo
Pagina della canzone con tutte le versioni


OriginaleΟ Πλουσιογιώργης: La versione completa.
ΤΟΝ ΠΛΟΎΣΙΟ ΓΙΏΡΓΗ ΉΒΡΗΚΑ [Ο ΠΛΟΥΣΙΟΓΙΏΡΓΗΣ]Ο ΠΛΟΥΣΙΟΓΙΩΡΓΗΣ
Τον πλούσιο Γιώργη ήβρηκα
στα όρη κι εκοιμάτο
Κι είχε τ’ αέρι πάπλωμα
και το χαλίκι στρώμα
Και τ’ αργυρόν του το σπαθί
ώρηο προσκεφαλάδι
Σιμώνω και ξυπνώ τονε
λέω του «Γιώργη γεια σου
Ίντα γυρεύγεις Γιώργη επά
εις την ξερομαδάρα;»
«Τα στείρα μας εχάσαμε
κι ήρθα να τα γυρεύγω
κι έπιασ’ αντάρα στα βουνά
και καταχνιά ’ς ται ρίζες
και περπατώ θλιφτά θλιφτά
και παραπονεμένα.
Τον Πλουσιογιώργη ηύρηκα στα όρη κι εκοιμάτο,
κι είχε τ`αέρι πάπλωμα και τα χαλίκια στρώμα,
και τ`αργυρόν του το σπαθί ώριο προσκεφαλάδι.
Και Σφακιανοί περνούσανε και Σφακιανοί του λέσι:
«Γιώργη, κι είντα γυρές επά, Γιώργη κι είντα νοδεύγεις,
είντα γυρεύεις εδεπά κι έναι βαρά η καρδιά σου;».
«Τα στείρα μας εχάσαμε κι ήρθα να τα γυρεύγω,
κι εγύρεψα τα βορινά και νοτικά δεν τα `βρα,
κι έπιασ`αντάρα στα βουνά και καταχνιά στσι ρίζες,
και περπατώ θλιφτά θλιφτά και παραπονεμένα».
«Είς του Βαρσάμου το νερό απού `ν` το δεντρουλάκι,
εις το σκιανιό του δεντρουλιού στέκ` ένα κουραδάκι.
Έδε κουράδι στρογγυλό κι έδε μπροστάρους τς` έχει!
Σείσε, κουρνέ, το τσάφαρο, κι εσύ, χελιέ, το λέρι».


Pagina della canzone con tutte le versioni

Pagina principale CCG


hosted by inventati.org