Αρκαδία VIII
Mikis Theodorakis / Mίκης ΘεοδωράκηςLe traduzioni italiane: | |
ΑΡΚΑΔΊΑ VIII Μίκη Θεοδωράκη ΑΡΚΑΔΙΑ VIII Στίχοι Μανώλη Αναγνωστάκη 1. Μιλώ Μιλώ για τα τελευταία σαλπίσματα των νικημένων στρατιωτών Για τα κουρέλια από τα γιορτινά μας φορέματα Για τα παιδιά μας που πουλάν τσιγάρα στους διαβάτες Μιλώ για τα λουλούδια που μαραθήκανε σους τάφους και τα σαπίζει η βροχή Για τα σπίτια που χάσκουνε δίχως παράθυρα σαν κρανία ξεδοντιασμένα Για τα κορίτσια που ζητιανεύουν δείχνοντας στα στήθια τις πληγές τους Μιλώ για τις ξυπόλυτες μάνες που σέρνονται στα χαλάσματα Για τις φλεγόμενες πόλεις τα σωριασμένα κουφάρια σους δρόμους Τους μαστροπούς ποιητές που τρέμουνε τις νύχτες στα κατώφλια Μιλώ για τις ατέλειωτες νύχτες όταν το φως λιγοστεύει τα ξημερώματα Για τα φορτωμένα καμιόνια και τους βηματισμούς στις υγρές πλάκες Για τα προαύλια των φυλακών και για το δάκρυ των μελλοθανάτων. Μα πιο πολύ μιλώ για τους ψαράδες Π' αφήσανε τα δίχτυα τους και πήρανε τα βήματά Του Κι όταν Αυτός κουράστηκε αυτοί δεν ξαποστάσαν Κι όταν Αυτός τους πρόδωσε αυτοί δεν αρνηθήκαν Κι όταν Αυτός δοξάστηκε αυτοί στρέψαν τα μάτια Κι οι σύντροφοι τους φτύνανε και τους σταυρώναν Κι αυτοί, γαλήνιοι, το δρόμο παίρνουνε π' άκρη δεν έχει Χωρίς το βλέμμα τους να σκοτεινιάσει ή να λυγίσει Όρθιοι και μόνοι μες στη φοβερή ερημία του πλήθους. 2. Χάρης 1944 Ήμασταν όλοι μαζί και ξεδιπλώναμε ακούραστα τις ώρες μας. Tραγουδούσαμε σιγά για τις μέρες που θα 'ρχόντανε φορτωμένες πολύχρωμα οράματα. Aυτός τραγουδούσε, σωπαίναμε, η φωνή του ξυπνούσε μικρές πυρκαγιές, χιλιάδες μικρές πυρκαγιές που πυρπολούσαν τη νιότη μας. Mερόνυχτα έπαιζε το κρυφτό με το θάνατο σε κάθε γωνιά και σοκάκι. Λαχταρούσε ξεχνώντας το δικό του κορμί να χαρίσει στους άλλους μιαν Άνοιξη. Ήμασταν όλοι μαζί μα θαρρείς πως αυτός ήταν όλοι. Mια μέρα μας σφύριξε κάποιος στ' αφτί: "Πέθανε ο Xάρης", "σκοτώθηκε" ή κάτι τέτοιο, λέξεις που τις ακούμε κάθε μέρα. Kανείς δεν τον είδε. Ήταν σούρουπο. Θα 'χε σφιγμένα τα χέρια όπως πάντα. Στα μάτια του χαράχτηκεν άσβηστα η χαρά της καινούριας ζωής μας. Mα όλα αυτά ήταν απλά κι ο καιρός είναι λίγος. Kανείς δεν προφταίνει. Δεν είμαστε όλοι μαζί, δυο τρεις ξενιτεύτηκαν. Tράβηξεν ο άλλος μακριά μ' ένα φέρσιμο αόριστο. Κι ο Xάρης σκοτώθηκε. Φύγανε κι άλλοι. Μας ήρθαν καινούριοι. Γεμίσαν οι δρόμοι. Tο πλήθος ξεχύνεται αβάσταχτο, ανεμίζουνε πάλι σημαίες. Mαστιγώνει ο αγέρας τα λάβαρα. Mες στο χάος κυματίζουν τραγούδια. Aν μες στις φωνές που τα βράδια τρυπάνε ανελέητα τα τείχη, ξεχώρισες μια, είν' η δική του, π' ανάβει μικρές πυρκαγιές, χιλιάδες μικρές πυρκαγιές που πυρπολούν την ατίθαση νιότη μας. Eίν' η δική του φωνή που βουίζει στο πλήθος τριγύρω σαν ήλιος π' αγκαλιάζει τον κόσμο σαν ήλιος και σπαθίζει τις πίκρες σαν ήλιος που μας δείχνει σαν ήλιος λαμπρός τις χρυσές πολιτείες που ξανοίγονται μπρος μας λουσμένες στην Aλήθεια και στο αίθριο το φως. | Mikis Theodorakis ΑRCADIA VIII Versi di Manolis Anagnostakis 1. Parlo Parlo degli ultimi squilli di tromba degli esrciti vinti degli ultimi brandelli dei nostri vestiti della festa, dei nostri figli che vendono sigarette per la strada. Parlo di fiori seccati sulle tombe e marci per la pioggia, di case senza finestre sogghignanti come cranii sdentati, di ragazze mendicanti che mostrano i seni e le ferite. Parlo di madri scalze vaganti tra le rovine delle cirrà incendiate, di cadaveri ammucchiati per le strade, di poeti lenoni che tremano di notte sulla soglia. Parlo di notti senza fine quando la luce muore allo spuntar del giorno, di camion pieni di gente e di passi sul fradicio selciato. Parlo di ingressi di prigioni, delle lacrime del condannato a morte, ma soprattutto parlo dei pescatori, che, abbandonate le reti, seguirono i suoi passi e quando lui fu stanco non riposarono e quando lui tradì non rifiutarono e quando lui fu acclamato distolsero lo sguardo e quando gli amici li coprivano di sputi e li mettevano in croce loro sempre sereni imboccarono la strada senza fine e non piegarono lo sguardo eretti e soli nella solitudine terribile della folla. 1. Haris 1944 Stavamo tutti insieme e instancabilmente srotolavamo le nostre ore. Cantavamo sottovoce dei giorni che sarebbero giunti carichi di visioni colorate. Lui cantava, taceva, la sua voce destava piccoli incendi, migliaia di piccoli incendi che appiccavano il fuoco alla nostra giovinezza. A mezzanotte giocava a nascondino con la morte in ogni angolo in ogni vicolo. Agognava scordando il proprio corpo di donare agli altri una Primavera. Stavamo tutti insieme ma puoi immaginare che lui era tutti quanti. Un giorno qualcuno ci soffiò all'orecchio «Haris è morto», «l'hanno ammazzato» o qualcosa di simile, parole che sentivamo quotidianamente. Nessuno lo vide. Era verso il tramonto. Doveva averci stretto le mani come sempre. Nei suoi occhi si era impressa indelebile la gioia della nostra nuova vita. Ma tutte queste cose erano semplici e il tempo è scarso. Nessuno arriva in tempo. Non siamo tutti insieme. Due o tre sono espatriati. Uno si è allontanato con un comportamento non chiaro. E Haris è stato ucciso. Gli altri sono partiti. Ce ne sono arrivati di nuovi. Le strade si sono riempite. La folla erompe incontenibile. Tornano a sventolare bandiere. Il vento sferza gli stendardi. Nella confusione ondate di canzoni. Se tra le voci che nelle sere bucano implacabili le mura potessi distinguerne una, quella è la sua, che appicca piccoli incendi, migliaia di piccoli incendi che infiammano la nostra indomita gioventù. E' la sua voce che rimbomba nella folla tutt'intorno come un sole che abbraccia il mondo come un sole, che sciabola le tristezze come un sole che come un sole luminoso ci svela le città d'oro che si dischiudono davanti a noi lavate nella Verità e nella luce serena. |